Μία πόλη που ιδρύθηκε το 1822 στο McMinn County, Tennessee ονομάστηκε Αθήνα, πιθανόν επειδή έχει μορφολογικές ομοιότητες με την δική μας Αθήνα. Οι ντόπιοι την αποκαλούν και «Φιλική Πόλη». Υπάρχουν πολλές Αθήνες στις ΗΠΑ, αλλά τούτη εδώ έχει μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να αφηγηθεί:
«Το 1936, σε αυτή την ήσυχη πόλη, βάζει υποψηφιότητα για σερίφης ένας γόνος πλούσιας οικογένειας του τόπου με υψηλές γνωριμίες, ο Paul Catrell. Και τις κερδίζει. Οι κάτοικοι όμως έχουν βάσιμες υποψίες πως η διαδικασία των εκλογών είχε νοθευτεί και οι ενέργειες του νέου σερίφη δεν άργησαν επιβεβαιώσουν το ήθος του ανδρός.
Πρώτα απ’όλα χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του και πέτυχε τη διάσπαση του McMinn County σε μικρότερες διοικητικές περιοχές, ώστε να αποδυναμώσει την αντίδραση των αντιπάλων του.
Καθιέρωσε τη μυστική καταμέτρηση των ψήφων στις επόμενες πέντε εκλογικές αναμετρήσεις, στις οποίες ο ίδιος ή κάποιος δικός του πλειοψηφούσε. Επικαλούμενος την εξοικονόμηση χρημάτων για τον Δήμο, αρνήθηκε να αγοράσει μηχανήματα καταμέτρησης και επέμενε στη (μυστική) καταμέτρηση ψήφων με το χέρι!
Στο ίδιο πνεύμα οικονομίας βασίστηκε και η καθιέρωση «τέλους σύλληψης», που πήγαινε στην τσέπη του, και φυσικά φρόντισε να γίνονται αρκετές συλλήψεις: Αθώοι πολίτες συλλαμβάνονταν, πολλές φορές μαζικά, για μέθη και αφήνονταν ελεύθεροι μετά την καταβολή γενναίου προστίμου. Είχαν αναφερθεί μέχρι και περιπτώσεις συλλήψεων όλων των επιβατών σε λεωφορείο. Αντίθετα, κανείς δεν ενοχλούσε τους πραγματικούς εγκληματίες (ειδικά τους λαθρεμπόρους), μετατρέποντας την Αθήνα σε μία πόλη όμηρο στα χέρια διεφθαρμένων λειτουργών και βυθισμένη στην παρανομία.
Ο Cantrell εξελέγη σερίφης και πάλι το 1938 και το 1940, ενώ το 1942 και το 1944 εξελέγη γερουσιαστής και τη θέση του σερίφη έλαβε ο βοηθός του Pat Mansfield.
Το σύστημα αυτό ήταν για τον Cantrell εξαιρετικά αποδοτικό, μέχρι που επέστρεψαν οι 3000 περίπου βετεράνοι της περιοχής, με τη λήξη του Β Π Πολέμου. Η κατάσταση που βρήκαν δεν τους ευχαριστούσε καθόλου και δεν είχαν σκοπό να ανεχτούν τα πρόστιμα, τις συλλήψεις και τις βιαιοπραγίες εκ μέρους της αστυνομίας, κάθε φορά που έβγαιναν απλώς από το σπίτι τους. Αρκετή βία είχαν υποστεί στα πεδία της μάχης. Έκαναν τρεις απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (το ‘40, το ‘42 και το ’44) που δεν απαντήθηκαν ποτέ.
Έτσι, στις εκλογές της 1ης Αυγούστου του 1946 συνέταξαν ένα ψηφοδέλτιο για να διεκδικήσει κάποιος δικός τους τη θέση που όλα τα χρόνια κέρδιζε ο Cantrell, σε μία πρώτη προσπάθεια να τον αντιμετωπίσουν με θεσμικό τρόπο. Την ίδια χρονιά, σερίφης ήταν ο έως τότε αναπληρωτής Mansfield.
Την ημέρα των εκλογών, ο Cantrell είχε προσλάβει οπλισμένους φρουρούς για την περιφρούρηση του τόπου των εκλογών. Οι εκλογικοί εκπρόσωποι των βετεράνων που παρακολουθούσαν την εκλογική διαδικασία συνελήφθησαν χωρίς λόγο και οδηγήθηκαν στο κρατητήριο. Λίγο αργότερα, όταν πλησίασε ένας μαύρος αγρότης, ο Tom Gillespie, για να ψηφίσει, ένας από τους άντρες του Catrell τον σταμάτησε μουγκρίζοντας: «δεν μπορείς να ψηφίσεις εδώ, αράπη». Στη συνέχεια τον ξυλοκόπησε με σιδηρογροθιά και όταν εκείνος επιχείρησε να διαφύγει, τον πυροβόλησε.
Τότε πια, οι βετεράνοι αντιλήφθηκαν ότι δεν υπήρχε πολιτισμένος τρόπος να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Αφού ελευθέρωσαν δύο από τους κρατούμενους συντρόφους τους, ξυλοφόρτωσαν τους άντρες του Cantrell που είχαν εισβάλει στο εκλογικό κέντρο του υποψηφίου τους για να προβούν σε συλλήψεις και τους έδεσαν σε δέντρα έξω από την πόλη.
Ωστόσο, ο Cantrell είχε ακόμα τις κάλπες στα χέρια του. Έκλεισε το εκλογικό κέντρο νωρίτερα και μετέφερε τις κάλπες στη φυλακή, όπου οι άντρες του θα έκαναν την καταμέτρηση.
Ένας λοχίας, ονόματι Bill Whites ξέσπασε τότε και είπε στους συντρόφους του:
«Αποκαλείτε τους εαυτούς σας Αμερικανούς στρατιώτες; Πολεμήσατε τρία-τέσσερα χρόνια εκεί κάτω και, όταν επιστρέφετε, αφήνετε να σας στριμώξουν ένα μάτσο ανυπότακτοι που έμειναν πίσω, στην ασφάλεια, ενώ εσείς αγωνιζόσασταν για την ασφάλειά τους;
Εάν δεν το σταματήσετε αυτό, εδώ και τώρα, δεν θα είσαστε ούτε ένα σπυρί στον πισινό των στρατιωτών. Πάρτε τα όπλα!»
Οι βετεράνοι, με επικεφαλής τον White, πήραν όπλα από το οπλοστάσιο της Εθνικής Φρουράς και πολιόρκησαν τη φυλακή, μέσα στην οποία βρίσκονταν ο Cantrell με τον Mansfield και ένας George Woods, μέλος της εκλογικής επιτροπής.
Ο White ούρλιαξε να παραδώσουν τις κάλπες, αλλιώς θα ανατίναζαν το κτίριο. Δεν πήραν απάντηση και άρχισαν να πυροβολούν με μανία, τραυματίζοντας μερικούς από τους άντρες του σερίφη, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να καταφύγουν μέσα στη φυλακή. Ο Cantrell και η παρέα του είχαν εγκλωβιστεί μέσα και μόνο ο Woods κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει και να διαφύγει.
Αργά τη νύχτα, οι βετεράνοι προμηθεύτηκαν δυναμίτη με σκοπό να ρίξουν την είσοδο της φυλακής. Πριν προλάβουν όμως να δράσουν, εμφανίστηκε ένα ασθενοφόρο που κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος της φυλακής. Οι βετεράνοι υπέθεσαν πως είχε έρθει να παραλάβει τραυματίες και ως έντιμοι άνθρωποι που ήταν, τους άφησαν να περάσουν. Δεν φαντάστηκαν πως οι μόνοι που θα επέβαιναν στο ασθενοφόρο ήταν ο Paul Cantrell και ο Pat Mansfield, οι οποίοι έκτοτε δεν εμφανίστηκαν ξανά στην Αθήνα. Έτσι, όταν οι βετεράνοι ανατίναξαν την είσοδο της φυλακής, οι δύο επικεφαλής είχαν φύγει και όσοι ήταν μέσα παραδόθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Τα όπλα καθαρίστηκαν και επέστρεψαν στη θέση τους την ίδια μέρα. Οι ψήφοι καταμετρήθηκαν και οι υποψήφιοι των βετεράνων είχαν νικήσει με μεγάλη διαφορά (1168-789 για τη θέση του σερίφη). Ο Henry Knox ορκίστηκε σερίφης και φρόντισε να επιστραφούν πολλά από τα αυθαίρετα πρόστιμα που είχε εισπράξει ο Cantrell από τους δυστυχείς Αθηναίους.
Μία ένοπλη εξέγερση χωρίς θύματα επανέφερε τη ζωή σε φυσιολογικούς ρυθμούς στη μικρή πόλη. Δεν ασκήθηκε δίωξη σε κανέναν, παρά μόνο σε εκείνον που είχε πυροβολήσει τον Gillespie.»
Κανείς δεν εύχεται να συμβεί στη γειτονιά του μία ένοπλη εξέγερση. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ζει για πάντα υποταγμένος στη διαφθορά και την αυθαιρεσία. Η ίδια ενέργεια μπορεί να αποβεί καταστροφική ή σωτήρια. Στην πρώτη Αθήνα που υπήρξε ποτέ, οι έφηβοι που ετοιμάζονταν να μπουν στον κόσμο των ενηλίκων πολιτών, ορκίζονταν, μεταξύ άλλων, “…σε περίπτωση που κάποιος θα αποπειραθεί να καταλύσει τους θεσμούς ή να μην πειθαρχεί σ΄ αυτούς, δεν θα to επιτρέψω, θα αμυνθώ και μόνος και μαζί με πολλούς.” Και στην περίπτωση της «μάχης των Αθηνών», οι Αθηναίοι της Αμερικής, ανέλαβαν δράση, αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα θεσμικά μέσα.
Όταν, όμως, ο σκοπός επιτεύχθηκε, «τα όπλα καθαρίστηκαν και επέστρεψαν στη θέση τους την ίδια μέρα.» Χρησιμοποιήθηκαν με έντιμο τρόπο, ως εργαλεία αποκατάστασης και όχι επιβολής μίας νέας τυραννίας. Δεν καταδίωξαν και δεν εκδικήθηκαν τον αντίπαλο. Έκαναν απλώς το καθήκον τους και συνέχισαν ήσυχα τη ζωή τους. Εκείνοι που ανέλαβαν θέσεις εξουσίας υπηρέτησαν τη δημοκρατία, για την οποία είχαν δώσει δεκάδες μάχες στα πεδία του πολέμου και μία τελευταία, στην πατρίδα τους, στη μικρή και ασήμαντη Αθήνα του Tennessee.