Οδεύοντας στο συνεχές προς ένα τόπο έξω απ’τον χωρόχρονο, ακολουθώντας τα χνάρια του Αρχέγονου, εκεί όπου τα ενδοκοσμικά όνειρα διαλύονται στον κυκεώνα της ακεραιότητας του όντος, εκεί βαθιά και σιωπηλά όπου το μέλαν φώς αγκαλιάζει εκστατικά και διασκορπά τους ιστούς ενός πολυστατικού πλέγματος. Κάπου εκεί το Αρχέγονο ξετυλίγει τα πέπλα του και αναδύει κόσμους ολογραφικούς.
Πίσω από τ’άστρα που έχω για μάτια , εποπτεύω μία αγέννητη σιωπή κρυμμένη στην αταραξία των όντων. Σκιές φευγαλέες και φάσματα φωτός, είδωλα και εικόνες που πλάθει και προβάλει ο δρών εντός μου, σε ένα ιδεοθέατρο οραμάτων. Στην ορχήστρα του εγκεφάλου μου διαδραματίζεται κάθε ενδυνάμει ύπαρξη προερχόμενη από κάθε δυνάμει παράλληλο σύμπαν όλων των πιθανών δυνατοτήτων μου. Διαφορετικές οπτικές του ίδιου όντος αναδομούν το κοσμικό ολογράφημα μέσα στο οποίο βυθιζόμαστε και από το οποίο αναδυόμαστε, πυρίσποροι που συνθέτουν την μεγάλη φωτιά. Ένας άνθρωπος χορεύει στο άπειρο, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του κι όλα όσα υπάρχουν είναι οι σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Εκεί, στην μεγάλη σιωπή, όλοι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν, που γεννιούνται και που θα γεννηθούν είναι οι διαφορετικές οπτικές του Αρχέγονου ανθρώπου που Είναι και γίγνεται, καμπυλώνεται στον χωρόχρονο, γεννιέται, πεθαίνει, ενώνεται, χωρίζεται και πάντα μένει μόνος. Ένας άνθρωπος είναι το Αρχέγονο που χορεύει σιωπηλός και περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, ενώ άπειροι καθρέφτες εποπτεύουν την αέναη περιφορά του. Κάθε καθρέφτης παρατηρεί από μία διαφορετική οπτική του Αρχέτυπου, σε διαφορετική στιγμή, μία κλίση σε μία μοίρα όπου το Αρχέγονο παρατηρεί τον εαυτό του να χορεύει μέσα από τον χορό των καθρεφτών.
Ένας ιδεατός εγκέφαλος νοεί την ολογραφική του ύπαρξη. Άπειροι συνδυασμοί αριθμών τρέχουν πίσω από τα μάτια του, καταρράκτες ψηφίων που πηγάζουν από το Ένα και καταλήγουν στο Μηδέν. Ένα θέατρο σκιών προβάλλεται πάνω στους χιτώνες που αναδύονται μέσα από την μέλανα μήτρα του σύμπαντος. Στροβιλιζόμαστε σαν σκιές στον αέναο χορό της ύπαρξης, έξω από τον χρόνο, μέσα στον χρόνο, σβούρες που χορεύουν σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από ένα εγκέφαλο του οποίου είμαστε κύτταρα, στιγμές στον ατέρμονο χορό του, πλανήτες περιστρεφόμενοι γύρω από τον μεγάλο ήλιο, εκείνον τον νοητό ήλιο που μεταφράζεται μέσα μας ως πολυπλοκότητα των άστρων, άπειρο ένα, μεγάλο μηδέν.
Εκεί στέκομαι για μια στιγμή μονάχος, πέρα από τις αισθήσεις, κάτω από τις νοήσεις, έξω από τον χρόνο κι όλες τις πιθανές ζωές μου, ένας αγκαλιάζω το ένα μέσα μου, κάθε κομμάτι μου, κάθε μου βλέμμα, τα δέχομαι όλα μέσα μου σαν διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού μου που νοεί προκειμένου να νοηθεί. Κάτω από το μαύρο πέπλο του σύμπαντος, πέρα από τον ιδεόκοσμο που ορίζει τις αρχές μου, στέκομαι εκεί μόνος για μια στιγμή ισοδύναμη με μια αιωνιότητα, άχρονος, αέναος, αγέννητος, εποπτεύω τους κόσμους να συνθλίβονται μέσα στα σπλάχνα μου, ακτίνες φωτός που πέφτουν στα κύτταρά μου και φωτίζουν το Είναι μου, άπειροι κόσμοι μέσα μου κινούνται.
Εκεί όπου το άπειρο αγκαλιάζει το μηδέν, η ματαιότητα και η πληρότητα σμίγουν σε αδιαχώριστη ενότητα. Πεθαίνω και γεννιέμαι κάθε στιγμή, σε κάποιο όργανο μου, σε κάθε γαλαξία μου. Ατάραχος ατενίζω την θάλασσα μέσα μου να κινείται, δημιουργεί εφήμερες μορφές και επιστρέφει στον εαυτό της, αντανακλά τις ακτίνες ενός υπερκόσμιου ήλιου και προβάλλεται σε σύμπαντα. Χορεύουμε όλα τα όντα μαζί γύρω από αυτό τον ήλιο και οι σχηματισμοί μας συνθέτουν αστερισμούς. Εκστατικοί και εκστασιασμένοι αγγίζουμε το ένα μέσα μας και μια ηλεκτροφόρα δίνη μας συμπαρασέρνει στην αϊδια μακαριότητα του Είναι. Βυθιζόμαστε στο φώς το υπερκόσμιο, για μια στιγμή μονάχα, φωτιά διαπερνά τις φλέβες μας, μια μελωδία αντηχεί καθώς καιγόμαστε στις φλόγες του Αρχέγονου, μια λάμψη, ένας κρότος, ένα χτυποκάρδι και μετά σιωπή. Απέραντο λευκό και όλα είναι ένα, σφιχταγκαλιασμένα στην αδιαίτερη ενότητα του όντος. Εκεί όπου δεν υπάρχει διάκριση, εκεί όπου εκμηδενίζεται η ύπαρξη, σ’αυτό το ερωτικό κάλεσμα που κάνει όλα τα όντα να νιώθουν υπερκόσμιο έρωτα το ένα για το άλλο. Εκεί όπου δεν υπάρχει φιλία, αλλά όλα είναι φιλία καθ’αυτή, εκεί όπου κάθε ομορφιά χάνει την αξία της διότι όλα είναι Ομορφιά καθ’αυτή, εκτυφλωτική, έντονη και σιωπηλή, ατάραχη μέσα στους κόλπους της δημιουργίας, εκεί απ’όπου εκπορεύεται κάθε δυνατότητα και κάθε ετερότητα. Στην λευκότητα του Αεί Δυνάμει… Στην μητρική και ερωτική αγκαλιά του Αρχέγονου.
Μάριος Γιαννακόπουλος