Αυτό το σκίρτημα στην καρδιά
σε νιώθω γύρω μου, μέσα μου, χρόνια πολλά.
Σ’ αναζητώ τώρα πάλι, όπως παλιά.
Συναίσθημα νέο, ή έρχεται από μακριά;
Γαλήνια σ’ αναζητώ σε γη και ουρανό.
Σιγομουρμουρίζω με τη θάλασσα,
νομίζοντας πως ν’ αναδύεσαι θα σε δω.
Τριγυρνώ με τον άνεμο,
νομίζοντας πως σε κρατά κρυμμένο
κάποιο σύννεφο στον ουρανό.
Δυναμώνει η επιθυμία για άγγιγμα ψυχής,
γίνεσαι λατρεία μα και συναίσθημα οργής.
Τρελαίνεται ο νους στην τρελή πορεία της ζωής.
Νομίζω πως στέκεις μακριά μου σαν απλός παρατηρητής.
Σ’ αναζητώ με πόθο, με μανία.
Γίνεσαι πάθος, ερωτική τραγωδία.
Σ’ έχω ανάγκη, σε χρειάζομαι καθοδηγητή
σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία.
Τώρα πρέπει να νιώσω θεϊκά σημεία.
Πού είσαι Θεέ μου; Φύλακα, άγγελέ μου;
Πού είσαι φως μου, ηλιαχτίδα, κόσμε αληθινέ μου;
Πού είσαι έρωτα; Να σ’ αγγίξω, να σε νιώσω Θεέ μου.
Πού είσαι; Ποια ψυχική αδυναμία
με κρατά μακριά σου δημιουργέ μου;
Μην είσαι η μόνη στο βράχο ανεμώνα;
Μην είσαι το φως μες της ζωής μου το χειμώνα;
Μην είσαι το άρωμα της βροχής στο χώμα;
Μην είσαι του κεριού η ατάραχη φλόγα;
Πού είσαι Θεέ μου; Μίλα μου, δείξε μου.
Τι είναι αυτό που μας χωρίζει; Η θύελλα του νου;
Τι είναι αυτό που μας ενώνει; Η πύρινη φλόγα του νου;
Πού είσαι Θεέ μου;
Άσε με να νιώσω, να αισθανθώ το άρωμα του Δημιουργού.
Είσαι ο άνεμος ο δροσερός που χαϊδεύει το κορμί;
Είσαι το μελωδικό κελάηδημα των πουλιών την αυγή;
Είσαι τα αρώματα της φύσης που ταξιδεύουν σ’ όλη τη γη;
Είσαι οι αχτίνες του ηλίου που ζεσταίνουν την ψυχή;
Μήπως τα λαμπερά αστέρια που βρίσκονται ψηλά εκεί
δίνοντας μοναδικά σχήματα,
σαν το ομορφότερο υφαντό που έχει ποτέ υφανθεί;
Μήπως η Σελήνη κρατά μυστικό που πρέπει να μαθευτεί,
που πότε μού χαμογελά και πότε είναι μελαγχολική;
Μήπως η θάλασσα κρύβει κάτι που δεν μου έχει ακόμη πει,
που πότε γαλήνια αγγίζει τα βότσαλα στην ακτή,
και πότε σκάει το κύμα στο βράχο με ορμή;
Πού είσαι Θεέ μου; Μονάχος εσύ, κι εγώ μονάχη.
Χρειάζομαι τόσα πολλά, μα τίποτα εσύ.
Μέσα στον κόσμο, κομμάτι εγώ, κι ο κόσμος όλος ΕΣΥ.
Πού είσαι Θεέ μου; Πού να στραφώ για μία ευχή;
Τον έρωτα τον αγνό, τον μοναδικό,
ψάχνω εδώ σ’ αυτή τη ζωή.
Ίσως δεν πρέπει να ψάχνω εδώ στα χαμηλά,
παρά μόνο ψηλά εκεί.
Ίσως αγάπη αληθινή να δώσω,
δεν είμαι κι εγώ ικανή.
Τι είναι αυτό που με κρατά ακόμα ζωντανή;
Ίσως η αναζήτηση για ΣΕΝΑ μου δίνει πνοή.
Σ’ αναζητώ, γιατί λάθος δρόμο πήρα κι εγώ.
Νιώθω πως χάνομαι, βουλιάζω στου κόσμου το κενό,
και τώρα ζητώ ν’ ανυψωθώ, ν’ αναγεννηθώ, ν’ αναστηθώ.
Στη δική σου αναζήτηση οφείλω που έμαθα
έτσι μοναδικά να ερωτεύομαι
κι ολοκληρωτικά ν’ αγαπώ.
Μου αναλογεί κι εμένα όμως μερίδιο
απ’ όσο στη γη έχει γεννηθεί κακό.
Μόνο ανθρώπινος νους,
θα μπορούσε να το δημιουργήσει αυτό.
Δεν μπορώ να φανταστώ
ένα καταστρεπτικό και κακό Θεό,
να σκορπά θλίψη και δυστυχία στον κόσμο αυτό,
ούτε σαν έναν απλό παρατηρητή
εκεί ψηλά μπορώ να σε δω.
Πού είσαι Θεέ μου;
Πού είναι η γαλήνη, η αρμονία;
Στείλε τους αγγέλους σου να βάλουν τον κόσμο
πάλι σ’ έναν αρμονικό ρυθμό,
σε σταθερή πορεία.
Πού είσαι Θεέ μου;
Μας χώρισε ο εγωϊσμός και η υποκρισία.
Τι είναι αυτό που μας ενώνει; Η ερωτική μανία;
Σ’ αναζητώ,
με το αερόστατο του νου,
σ’ ένα γαλήνιο ταξίδι, συμπαντικό,
κι αφήνω την ψυχή ελεύθερη,
να αιωρείται μέσα σε αιθερικό υλικό.
Πρωτόγνωρο ταξίδι, σαν όνειρο παιδικό.
Ήρεμα και γαλήνια φαίνονται όλα στον κόσμο αυτό.
Πλανητική χορωδία,
έχοντας υπόκρουση τη μελωδία των αστεριών.
Πύρινα και γαλάζια χρώματα,
εκστασιάζονται οι κόρες των οφθαλμών.
Πού είσαι Θεέ μου;
Τι μας ενώνει, η αναζήτηση της αγάπης;
Τι είναι αυτό που μας χωρίζει,
οι ουσίες της ανάγκης;
Πού να στρέψω το βλέμμα μου για να σε δω;
Μήπως το βλέμμα να δει το Θεό δεν είναι ικανό;
Μήπως και με κλειστά μάτια
θα ‘ρθει η στιγμή που θα σε δω;
Απλώνω τα χέρια μήπως σε βρω
κάπου στον χώρο τον κενό.
Πάνω-κάτω-πίσω-μπρος μου να σ’ αγγίξω ζητώ.
Μήπως υπάρχεις παντού γύρω,
χωρίς να είσαι κάτι χειροπιαστό;
Μήπως είσαι ο αιθέριος αέρας που αναπνέω και ζω;
Τώρα κλείνω τα μάτια, γαληνεύω και ηρεμώ.
Δεν βλέπω, δεν αγγίζω, μα να νιώθω μπορώ.
Μήπως εγώ η ίδια σε έχω κρυμμένο μέσα μου πολύ καιρό;
Κι αφού σε ξέρω τόσο δυνατό,
τι είναι αυτό που σε κρατά μέσα μου κρυφό;
Πώς μπορεί να κυριαρχεί ο άνθρωπος σ’ ένα δυνατό Θεό;
Πώς μπορώ μες την ψυχή να κρατώ φυλακισμένο το Θεό εγώ;
Ποιο είναι το σωστό μονοπάτι
στο λαβύρινθο του νου να έρθω να σε βρω;
Αν γίνω Θησέας,
το Μινώταυρο που θολώνει το μυαλό,
να σκοτώσω θα μπορώ.
.
Αν γίνω Ηρακλής,
το λιοντάρι που τρομάζει την ψυχή μου,
να σκοτώσω θα μπορώ.
.
Αν τη λύρα του Ορφέα βρω,
ο ήρεμος και γαλήνιος ήχος της,
θα γαληνεύσει το μέσα μου θεριό,
που βρυχάται τόσο καιρό.
Αν γίνω Αργοναύτης,
κάτοχος του χρυσόμαλλου δέρατος,
θα γίνω κι εγώ,
και θα λάμψει στην ψυχή μου,
το φως το θεϊκό.
Αν γίνω Οδυσσέας,
όσο στα ταραγμένα πελάγη του μυαλού
κι αν περιπλανηθώ,
στο λιμάνι της ψυχής μου,
στην Ιθάκη μου, θ’ αράξω κι εγώ.
Σε χρειάζομαι Θεέ μου,
τώρα σ’ αναζητώ με αγωνία.
Ποιος δαίμονας θα σταλεί βοηθός μου
σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία;
Τώρα πρέπει να νιώσω θεϊκά σημεία.
Να γαληνέψει η ψυχή,
να βυθιστεί σε σιωπή και ηρεμία.
Είσαι το μόνο όν που όσο υπάρχω,
νιώθω πως με συντροφεύει και μ’ ακολουθεί.
Ό,τι κι αν αγάπησα,
ατμός γίνεται και φεύγει σ΄ αυτή τη ζωή.
Το μόνο που πάντα δίπλα μου, μέσα μου υπάρχει,
είσαι ΕΣΥ.
Κι εγώ που νόμιζα
πως μπορεί ο άνθρωπος να νιώσει την αγάπη αυτή.
Αυτή η αγάπη κι η αφοσίωση,
μόνο σε Θεό μπορεί να χαρισθεί.
Γιατί ο άνθρωπος,
ξέρει την αγάπη να την εκμεταλλεύεται,
δεν ξέρει την αγάπη να τη δίνει και να τη γεύεται.
Εγώ κι ΕΣΥ,
συνοδοιπόροι σε ένα άγνωστο μονοπάτι,
που χάνεται στο Υπερπέραν, σαν φωτεινή γραμμή.
Εγώ κι ΕΣΥ,
πρέπει να γίνουμε ένα, μοναδική μου ευχή.
Εγώ έχω οίκο το σώμα κι ΕΣΥ έχεις οίκο την ψυχή,
και η ψυχή κατοικεί στο σώμα,
άρα μέσα στον οίκο μου κατοικείς κι ΕΣΥ,
άρα ΕΣΥ είσαι εγώ κι εγώ ΕΣΥ.
ΕΣΥ γεννάς συναισθήματα, επιθυμίες, πόθους κρυφούς,
κι εγώ σ’ ακούω, σε νιώθω, σου μιλώ και μ’ ακούς.
Αρμονική σχέση, γαλήνια, νιώθω σαν σχεδία έρημη,
που πλέει άφοβα, σε αταξίδευτους ωκεανούς.
Είμαι ένα όν με δύο όψεις.
Η μία ορατή κι αδύναμη,
η άλλη αόρατη και παντοδύναμη,
που αν εναρμονιστούν το όνομα
ΘΕΟΣ θα του δώσεις.
Ένα όν,
που θέλει αγάπη αληθινή.
Αγάπη που είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
Να μπορεί ν’ αγαπά αγνά, απλά,
όλα τα όντα στη φύση αυτή.
Να έχει μια καρδιά,
που να χωρά κάθε ύπαρξη στη γη.
Μια καρδιά που και τον εχθρό της
να μπορεί να συγχωρεί.
Έτσι ήθελα να αγαπώ
με την πρώτη ανάσα μου στη ζωή,
μα οι άνθρωποι τριγύρω,
μ’ ανάγκασαν να την κλειδώσω την αγάπη μου
βαθιά στην ψυχή,
και να κοιτώ τριγύρω με μίσος και οργή.
Τώρα μου λες Θεέ μου ΕΣΥ,
να ελευθερώσω την αγάπη,
απ’ αυτή τη σκοτεινή φυλακή,
και να την αφήσω,
σαν άρωμα λουλουδιών τριγύρω ν’ απλωθεί.
Θέλει δύναμη ψυχική για να πραγματοποιηθεί.
Και εμείς οι άνθρωποι,
έχουμε δεσμεύσει την ψυχή μας στο σώμα,
με ισόβια φυλακή.
Αυτό το όν,
θέλει ελευθερία πραγματική.
Φτερά αετού ν’ απλώσει,
να πετάξει όσο πιο ψηλά μπορεί,
να δει στο πέταγμά του, κάθε κρυφό σημείο στη γη,
ν’ αναζητήσει, την αλήθεια να ερευνήσει,
και το Θεό να βρει.
Μα την ελευθερία σ’ άλλο όν να μην στερήσει.
Να ξέρει το δικαίωμά του, πώς να κατακτήσει
και την υποχρέωση που έχει απέναντι στη φύση να τηρήσει.
Αυτό το όν,
είμαι εγώ Θεέ μου
που αγάπη κι ελευθερία σου ζητά.
Μα δεν ξέρω αν βαδίζω στο σκοπό μου σωστά.
Αν δικαιούται ο νους τέτοια μονοπάτια να περπατά,
αν είμαι άξια να αποκτήσω αυτά τα αγαθά.
Μου λες απεριόριστα να αγαπήσω,
και ελεύθερα τις δυνάμεις μου ν’ αναγεννηθούν
από το εγώ μου να απαιτήσω.
Δώσε μου τη γνώση, το μέτρο να ορίσω
και το νου με την καρδιά να εξισορροπήσω.
Μίλα μου στο ελάχιστο, μα και στην υπερβολή.
Δείξε μου το μέτρο που αναλογεί
στην δική μου την ψυχή.
Δεν πρέπει απροστάτευτη να την αφήσω
και να ξαναπληγωθεί.
Πρέπει τα όρια να θέσω σε σκέψη, λόγο, πράξη,
μα και σε κάθε μου ευχή.
Να ακολουθήσω το παράγγελμά σου
αλάθευτε, δίκαιε, άριστε καθοδηγητή.
Έλα, πάρε με,
και λούσε με με το φως σου.
Ενδυνάμωσέ με, λευτέρωσέ με, αναγέννησέ με.
Έλα, πάρε με,
και κάνε με άνθος, στον κήπο τον δικό σου.
Κάνε με αστέρι στον ουρανό σου,
αξίωσέ με ιέρεια να γίνω στον ναό σου.
Δώσε μου λάμψη και δύναμη
από του Θεού Απόλλωνα το φως,
να λάμπω και ν’ ακτινοβολώ σαν ήλιος λαμπερός.
Δώσε μου απ’ της Θεάς Αθηνάς την σοφία,
να γνωρίσει η ψυχή το παρελθόν
και να χαράξει την μελλοντική πορεία.
Δώσε μου απ’ την Θεά Αφροδίτη κάλλος και αρμονία,
στο βλέμμα μου ν’ αναδύεται ομορφιά και ηρεμία.
Έλα, πάρε με,
στον κόσμο τον αιθερικό,
μέσα απ’ τις κρυφές δυνάμεις μου,
να λευτερωθώ, να λυτρωθώ,
απ’ του Θεού Διονύσου τ’ αρώματα να βακχευτώ.
Έλα, πάρε με,
και κάτοικο στον δικό σου κόσμο κάνε με.
Σαν σπόρος, ν’ ανοίξω
και μέσα απ’ το χώμα να απλωθώ.
Σαν μπουμπούκι, τα πέταλα ν’ απλώσω
και μ’ άρωμα αγριολούλουδου,
στον αιθέρα να διαχυθώ.
Σαν καρπός, μέσα απ’ το άνθος,
στη φύση να προσφερθώ.
Σαν κύμα, πάνω στο βράχο με ορμή να τιναχτώ.
Σαν κεραυνός, η φωνή μου στα ουράνια ν’ ακουστεί.
Πάνω σε ουράνιο τόξο η ψυχή μου,
κοντά σου να πορευθεί,
και με τον λαμπερό χιτώνα της αγάπης,
να ενδυθεί.
Έλα, πάρε με,
εμπνευστή της αλήθειας σου κάνε με.
Έλα, πάρε με,
ακτίνα απ’ τα’ ακτινοβόλο φως σου κάνε με.
ΕΡΑΤΩ