Κάποτε ο Νεο Πλατωνικός φιλόσοφος Ολυμπιόδωρος, 6ος αιώνας μ.Χ. αναφέρει [*] πως κάποιος φιλόσοφος δίψασε έντονα και αναγκάστηκε να εισέλθει σε ένα καπηλειό, ώστε να ξεδιψάσει. Κατά την έξοδο του από το καπηλείο συνάντησε κάποιον που ερχόταν από ένα κοντινό ιερό, και ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να μειώσει τον φιλόσοφο λέγοντας του:
– «Εσύ αν και φιλόσοφος εξέρχεσαι από το καπηλειό;»,
για να λάβει την αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου:
– « Εγώ εξέρχομαι από το καπηλειό με ευσέβεια σα να βρισκόμουν σε ιερό, εσύ όμως καταφθάνεις από το ιερό σα να βρισκόσουν σε καπηλείο!!».
Η Ιστορία αυτή μας θυμίζει μια ιστορία Ζεν, σύμφωνα με την οποία, δύο μοναχοί ταξίδευαν μαζί. Όταν έφτασαν σε ένα ποτάμι, είδαν μια νέα γυναίκα ανήσυχη να κοιτά το ποτάμι. Όταν τους είδε, τους ρώτησε εάν μπορούν να την κουβαλήσουν στην απέναντι όχθη, διότι φοβόταν ότι θα πνιγεί.
Ο ένας μοναχός δίστασε, μιας και απαγορεύεται σε μοναχούς να αγγίζουν γυναίκες. Ο άλλος όμως χωρίς δισταγμό, ανέβασε την γυναίκα στους ώμους του και την πέρασε απέναντι.
Καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, ο πρώτος μοναχός πάλευε συνέχεια με τις σκέψεις του: Πως τόλμησε να την αγγίξει; Πώς είναι δυνατόν να έκανε κάτι τέτοιο; Ξέχασε τους όρκους αγαμίας που έχουμε δώσει; Αυτές οι σκέψεις τον βασάνιζαν, ώσπου δεν άντεξε, και φώναξε στον δεύτερο μοναχό:
– «Πως τόλμησες να την αγγίξεις, και μάλιστα να την πάρεις αγκαλιά;»
Τότε ο δεύτερος μοναχός του απάντησε:
– «Φίλε μου, εγώ την άφησα στο ποτάμι, εσύ γιατί την κουβαλάς ακόμη;»
Ο Ολυμπιόδωρος, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον 6ο μ.Χ. αιώνα, μαθήτευσε δίπλα στον Αμμώνιο, και Θεωρείται ο τελευταίος γνωστός επικεφαλής της νεοπλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας. Ο Ολυμπιόδωρος έλεγε πως τα έργα του Πλάτωνος ήταν αυτά που τον στήριξαν όταν αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε πια λόγος να ζει.
Στα Προλεγόμενά του (CIAG, XII, 1, 13) γίνεται εκτεταμένη μνεία για τον τρόπο με τον οποίο νοθεύονταν τα βιβλία, ιδιαίτερα την εποχή των Πτολεμαίων. Αναφέρεται στον υπέρμετρο ζήλο των βασιλέων της Αιγύπτου για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, που είχε ως συνέπεια τη σύνταξη πλήθους κίβδηλων συγγραμμάτων.
Τα αυθεντικά, μάλιστα έργα, συνυφαίνονταν αριστοτεχνικά με τα πλαστά και έτσι, χρειαζόταν συχνά μεγάλη επιδεξιότητα, χρόνος και γνώση, για να εκτιμηθεί η αξιοπιστία τους.
Μαρτυρεί λοιπόν ο Ολυμπιόδωρος ότι από παλιά κυκλοφορούσαν ψευδεπίγραφα βιβλία: είτε εξαιτίας της προσωπικής φιλοδοξίας των βασιλέων, είτε λόγω της πρόθεσης των μαθητών να κολακέψουν τους δασκάλους τους, είτε, τέλος, εξαιτίας απλής συνωνυμίας. Λόγου χάρη, ο Ιοβάνης, βασιλιάς της Λιβύης, ήταν «ερωτευμένος» με τα πυθαγόρεια συγγράμματα και ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος με τα αριστοτελικά, ενώ ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος με τα Oμηρικά.
Οι ηγεμόνες αυτοί πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά σε όσους τους προμήθευαν σπάνια έργα των συγγραφέων αυτών, χωρίς να ελέγχουν την αξιοπιστία και την ποιότητά τους. Έτσι, αγόραζαν τυχαία και άσχετα βιβλία με ψευδεπίγραφους τίτλους, πυροδοτώντας ταυτόχρονα μία δραστηριότητα που βρήκε τελικά πολλούς αποδέκτες (Βιβλ. Ι, 197).
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, με την χρήση του διαδικτύου πλέον. Κάθε ένας ερμηνεύει στην καλύτερη περίπτωση κατά το δοκούν τους αρχαίους φιλοσόφους και όχι μόνο, αν δεν μεταφέρει ψευδείς πληροφορίες και γνώσεις.
Παραπομπή:
[*] Ολύμπ. Φιλ., Εις Γοργ., 1.6.16