Ἂς κάνουμε ἓνα ταξείδι στὸ θησαυροθηρικὸ παρελθὸν τῆς χώρας μας μέσα ἀπὸ ἀναφορὲς τοῦ τύπου τῆς ἐποχῆς. Τὰ εὐτράπελα πολλά… οἱ ἐλπίδες γιὰ ἀνεύρεση χρυσοῦ πολλές… τὰ ὂνειρα ὃμως τὶς περισσότερες φορὲς ἒμεναν ἀνεκπλήρωτα…
Παρακάτω, ὁ ἀρθρογράφος σατυρίζει δύο τέτοιες προσπάθειες γιὰ ἀνεύρεση θησαυροῦ, μὲ ἀνεπανάληπτο τρόπο. Ἡ Ἐφημερίς εἶναι ἀπὸ τὴν ψηφιοθήκη τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου.
«Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ ἔμενε χέρσος καὶ ἀκαλλιέργητος καὶ ὅτι ὁ περιούσιος λαὸς θἀπέθνησκε τῆς πείνης• καί, ἀντὶ νὰ καταπέμψῃ τὸ μάννα, τὸ ὁποῖον ἴσως θἀπεκρούετο ὡς ἀποφάγιον τῶν Ἑβραίων, ἔστειλε τὰς ἀρχαιότητας. Καὶ ἤρχισαν νὰ σκάπτουν, νὰ σκάπτουν ἀκούραστοι καὶ ὅταν δὲν εὕρισκον ἀγάλματα ἐφύτευον σταφίδα καὶ κοκκινογούλια.
Ἀλλ’ αἱ ἀρχαιότητες ἀρχίζουν νὰ σπανίζουν καὶ κινδυνεύει νὰ ψυχρανθῇ ὁ πρὸς τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς ζῆλος. Τότε ἀποστέλλει ὄνειρον πρὸς μικρὸν ποιμένα ἐν Μαραθῶνι. «Ὑπὸ τὸ μέρος ὅπου κοιμᾶσαι, ἔκρυψεν ὁ Ἀρτάβαζος, ἀξιωματικὸς τῆς περσικῆς ἐπιμελητείας, τὸ ταμεῖον τῆς μεραρχίας του». Τὸ ὄνειρον ἦτο πολὺ πιθανὸν μετὰ τὸν ἑλληνοτουρκικὸν πόλεμον καὶ τὸ χέρσον πεδίον τοῦ Μαραθῶνος ἤρχισεν ἀνασκαπτόμενον πυρετωδῶς, ἕως οὗ ἀπεδείχθη ὅτι ὁ θησαυρὸς ἦτο ἁπλοῦν ὄνειρον. Ἀλλὰ μὴ καὶ ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε
ὄνειρον;
Ἀλλ’ ἐνῷ ἔπαυον αἱ ἀνασκαφαὶ εἰς τὸν Μαραθῶνα, ἤρχιζαν ἄλλαι εἰς τὴν Ζάκυνθον πρὸς εὕρεσιν ἄλλου θησαυροῦ. Ἐδῶ πλέον οἱ χρυσοθῆραι ὀνειρεύονται ὄρθιοι• καὶ τόσον ἐναργὲς εἶνε τὸ ὄνειρον, ὥστε ἔχουν μετρήσει τὸν θησαυρὸν πρὶν ἢ τὸν ἀνακαλύψουν. Εἶνε 200 ἑκατομμύρια χωρὶς νὰ λείπῃ λεπτόν! Ἀλλὰ τί; δουκάτα, ὑπέρπυρα, φλουριά; Ἰδοὺ ἡ μόνη των ἀπορία.
Ἀλλὰ θησαυρὸς ἄξιος τοῦ ὀνόματός του δὲν δύναται παρὰ ν’ ἀποτελῆται ἀπὸ χρυσόν. Οἱ κλασικοὶ θησαυροί, ὅπως τοὺς περιγράφει ἡ Χαλιμᾶ, ἀποτελοῦνται ἀπὸ σωροὺς χρυσοῦ καὶ «ἀτιμήτων πετραδίων». Λοιπὸν καὶ ὁ θησαυρὸς τῆς Ζακύνθου θὰ εἶνε τοὐλάχιστον χρυσός. Καὶ ὡς πληροφορούμεθα, οἱ κορυφαῖοι τῶν χρηματιστῶν μας καὶ οἱ ἔμποροι ἤρχισαν ἀπὸ τοῦδε νὰ λαμβάνουν μέτρα διὰ τὴν προβλεπομένην ραγδαίαν ὑποτίμησιν τοῦ χρυσοῦ.
Τοὺς χρυσοθήρας, ὡς λέγεται, ὁδηγεῖ εἰς τὰς ἀνασκαφὰς ἀρχαῖόν τι χειρόγραφον, τὸ ὁποῖον κατέλιπεν ὁ περίφημος ἰταλὸς σοφὸς Pseftotheodoro, ἀκμάσας ἐν Φλωρεντίᾳ κατὰ τὸν ΙΓ΄ αἰῶνα. Ὁ σοφὸς οὗτος ἀνεκάλυψε τὰς Καναρίους νήσους.
Ὁ θησαυρός, κατὰ τὸ χειρόγραφον εὑρίσκεται ὑπὸ μίαν κοκκίνην πέτραν, τὴν ὁποίαν ὑποτίθεται ὅτι ἔβαψεν ὁ εἰρημένος σοφός, ὅστις, ὡς λέγεται εἶχεν ἀδυναμίαν νὰ βάφῃ. Ἐπὶ τῆς πέτρας ὑπῆρχε καὶ μαῦρος σταυρὸς μὲ τὴν ἐπιγραφήν: Ἀπαγορεύεται… διὰ ροπάλου, διὰ νὰ μὴ μουχλιάσῃ ὁ θησαυρός.
Οἱ ἀφελεῖς ἐρωτοῦν πῶς αὐτὸς ὁ σοφός, ἀφοῦ ἐγνώριζε τὴν ὕπαρξιν τοῦ θησαυροῦ, δὲν ἤρχετο μόνος του νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ. Ἡ ἀπάντησις εἶνε ἁπλουστάτη: Ἦτο φιλέλλην… »
( Ἐφημερίς, ἀρ. φύλ. 261, 20.09.1898)
ΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ
Πηγή: ΒΙΣΑΛΤΗΣ