Του Βασiλη Καραποστoλη*
Δύο φίλοι προσπαθούν να βρουν τα όρια συναισθημάτων και σκέψης, καθώς και τα πιθανά αδιέξοδα
Αυτή η άνοιξη είναι όλο κόμπους. Δύο φίλοι, ο Α και ο Β, προσπαθούν να λύσουν μερικούς απ’ αυτούς.
Α: Είσαι απαισιόδοξος;
Β: Σε σχέση με τι;
Α: Με τι; Με αυτό που όλοι ζούμε. Κι ένα πράγμα ζούμε, το αδιέξοδο, δεν το βλέπεις;
Β: Αν είχαμε φθάσει πραγματικά στο αδιέξοδο θα σωπαίναμε.
Α: Μπορεί να φλυαρεί κάποιος ίσα-ίσα για να μη σκέφτεται τα χειρότερα.
Β: Μπορεί να συμβαίνει αυτό. Μπορεί όμως και όχι. Ας πάρουμε
Α: Και ποια είναι η αλήθεια; Μήπως ότι τα πράγματα είναι καλύτερα απ’ ό, τι φαίνονται; Οποιος το πει αυτό, για μένα δεν είναι παρά κάποιος που απλώς εύχεται να μην μπει σε παραπάνω μπελάδες.
Β: Σ’ αυτό δεν θα διαφωνήσω. Είναι ένα σημείο που το παραβλέπουμε συχνά. Οτι δηλαδή ένα είδος φυγοπονίας ενώνει τους απαισιόδοξους με τους αισιόδοξους. Είναι το κοινό σημείο τους. Ο απαισιόδοξος διακρίνει αποκλειστικά τα μελανά σημεία στον ορίζοντα και στρέφει αλλού το βλέμμα όταν εμφανίζεται μια φωτεινή κηλίδα, ιδίως δε όταν αυτή η κηλίδα δεν φωτίζει κατ’ ευθείαν την προσωπική ζωή του, δεν τον ωφελεί άμεσα. Και να καλυτερέψει κάτι, πάλι αυτός θα προτιμήσει να μην το αναγνωρίσει. Εχουμε εδώ μια υπεροψία του ανικανοποίητου. Και όπως κάθε υπερόπτης, έτσι κι αυτός που γκρινιάζει συνεχώς, απολαμβάνει την αδράνειά του χάρη στην οποία θεωρεί ότι ξεχωρίζει από τους άλλους, τους κακομοίρηδες που μοχθούν κι ελπίζουν, που επειδή μοχθούν, θέλουν να’ χουν και μια ελπίδα για ανταμοιβή.
Α: Και ο αισιόδοξος;
Β: Ανάλογη και η δική του οκνηρία. Μιλώ για τον αισιόδοξο παθητικού τύπου, ο οποίος όταν βλέπει σε κάποιαν απόσταση μιαν απειλή, την τοποθετεί με το μυαλό του ακόμη μακρύτερα. Διώχνει μακριά τα δυσάρεστα, ώστε να μπορεί να παραμένει ο ίδιος ακίνητος και αναλλοίωτος. Τους άλλους γύρω του, που τρέχουν και αγωνιούν, τους παρατηρεί με συγκατάβαση. Οι υπερβολές τους μάλιστα ώρες-ώρες τον κάνουν να τους λυπάται λιγάκι.
Α: Από το να τους περιφρονεί όπως ο απαισιόδοξος, καλύτερα να τους λυπάται.
Β: Σίγουρα. Αν ο απαισιόδοξος σνομπάρει όσους αγωνίζονται, ο αισιόδοξος το αποφεύγει. Και οι δύο διεκδικούν μια υπεροχή, αλλά ο δεύτερος δεν την πετάει κατάμουτρα στους άλλους. Κατανοεί αρκετά τα βάσανά τους, που ήταν άλλωστε και δικά του, μέχρι να τα ξεπεράσει.
Α: Τα ξεπέρασε κλείνοντας τα μάτια.
Β: Μάλλον ανοιγοκλείνοντάς τα επιλεκτικά. Ενα μέρος της πραγματικότητας το κοιτάζει, ένα άλλο θέλει να το αγνοεί.
Α: Και ολόκληρη η πραγματικότητα ποια είναι;
Β: Ολόκληρη η πραγματικότητα! Δεν υπάρχει ολόκληρη πραγματικότητα, αφού είμαστε εμείς, οι ανολοκλήρωτοι, μέσα της και ενεργούμε. Οποτε δηλαδή ενεργούμε.
Α: Γυρίζεις πάλι το θέμα στην τεμπελιά, νομίζω. Εχεις, μου φαίνεται, εμμονή μ’ αυτό.
Β: Ισως. Αλλά κι εσύ πρέπει να παραδεχτείς ότι πολλά εξαρτώνται από τις πρωτοβουλίες μας, και τις πρωτοβουλίες συχνά τις αποφεύγουμε. Υπάρχει ένα βόλεμα στο να θεωρεί κανείς ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη.
– Δεν είναι;
Α: Το πιο πιθανό είναι πως όχι. Εγώ πάντως έχω την ανάγκη να παίξω αντί να κάθομαι και να κλαίγομαι.
Β: Μου προτείνεις τον τυχοδιωκτισμό;
Α: Δεν σου προτείνω τίποτα. Αν δεν νιώθεις ήδη μια φαγούρα για δράση, αν δεν σε θίγει να υποδύεσαι το θύμα, δεν μπορώ εγώ να σε διεγείρω.
Β: Κάνεις λάθος. Νιώθω πολλά μέσα μου, δεν είμαι ψόφιος, μερικές στιγμές μάλιστα βράζω από αγανάκτηση και θυμό.
Α: Τόσο πολύ βράζεις που στο τέλος «πήζεις», έτσι δεν είναι;
Β: Κάτι τέτοιο.
Α: Κι έτσι πηγμένος σαν σβώλος βυθίζεσαι κατόπιν ευκολότερα στην απόγνωση.
Α: Θα αρχίσουμε τώρα τους στίχους;
Β: Δεν βλάπτει. Ενας παλιός Πορτογάλος ποιητής είχε πει: «Η ζωή είναι τραγωδία για κείνους που αισθάνονται και κωμωδία για κείνους που σκέπτονται». Μου φαίνεται ότι μας αφορά.
Α: Θέλεις να πεις ότι δεν σκέπτομαι αρκετά; Να που έγινες σνομπ κι εσύ.
Β: Το μόνο που λέω είναι ότι όταν μόνο αισθάνεσαι ή όταν μόνο σκέπτεσαι δεν βγαίνει άκρη. Ούτε τραγωδία μόνο είναι η ζωή, ούτε κωμωδία. Για να βρούμε το σωστό μείγμα, χρειάζεται και η πράξη.
Α: Τι πάει να πει «σωστό»; Είναι μια λέξη που αντιπαθώ.
Β: Εννοώ ότι για να ζήσουμε είναι απαραίτητη μια ορισμένη αναλογία από δάκρυ και γέλιο, και αυτή την αναλογία δεν την επινοούμε, δεν την φανταζόμαστε, την γευόμαστε καθ’ οδόν καθώς ενεργούμε.
Α: Πάλι τα ίδια. Μα τι να κάνουμε; Τι είδους ενέργειες θέλεις; Τη μια μου ζητάς να δοκιμάζω σαν παίκτης την τύχη μου, την άλλη με σπρώχνεις στον ακτιβισμό. Κάτι το τυφλό έχουν όλα αυτά, για να μην πω κάτι το απελπισμένο.
Β: Δεν με κατάλαβες. Μιλώ για πράξεις που χαράζουν τον δρόμο τους, υπομονετικά και με σκέψη.
Α: Και τότε εκείνος ο Πορτογάλος που ανέφερες; Δεν είπε ότι για όσους σκέπτονται η ζωή είναι κωμωδία; Δεν βρίσκω τον λόγο να προσπαθήσω για κάτι, αν είναι το τέλος του να μοιάζει με φάρσα.
Β: Ακόμη κι έτσι να ήταν, πάλι έχει μια αξία να έχεις βάλει κι εσύ ο ίδιος το χέρι σου σε ό, τι μαγειρεύεται. Εάν παίζεται, πράγματι, ένα παιγνίδι σε βάρος μας, εάν μέσα στο Σύμπαν κάποιος ή κάποιοι διασκεδάζουν βλέποντας από ψηλά τους θνητούς να αλαφιάζουν με τις αναποδιές στη ζωή τους, τουλάχιστον ας μπουν και οι θνητοί στο κόλπο κι ας γελάσουν, πικρά έστω, σαν να ‘ταν συνεργοί στην παγκόσμια φάρσα, ενώ παράλληλα θα εξασκούν τις δυνάμεις τους ώστε να διορθώνονται, όσα διορθώνονται. Εάν πάλι δεν παίζεται ένα τέτοιο παιγνίδι, ακόμη καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση μας μένει η άσκηση, το γύμνασμα.
Α: Τέλος πάντων. Κάναμε τη διανοητική γυμναστική μας σήμερα και ξεχάσαμε να μιλήσουμε για τα φλέγοντα. Για το πού πάμε μετά τις εκλογές, πρώτα απ’ όλα.
Β: Μα νομίζω πως είπαμε ήδη αρκετά γι’ αυτό. Ή όχι;
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: Καλά Νέα … Υπάρχουν κι αυτά