… Κι αφού ματώσαμε, και πονέσαμε, και θρηνήσαμε, ήρθε η ώρα να λογαριαστούμε! Να θυμηθούμε τις παλιές μας έχθρες… να συνεχιστεί το πλιάτσικο (“ανάπτυξη” με τα δεδομένα εκείνης αλλά, και της τωρινής εποχής). Βαλθήκαμε ν’ αποδείξουμε σε ολόκληρο τον κόσμο πως αφού οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες, τότε, όλα δικαιολογούνται! Όπως για τους ήρωες, έτσι και για τους έλληνες…
Κι ο εγωισμός και ο καιροσκοπισμός, και το μίσος και η απέχθεια και ο φθόνος… Ο φόνος! Κι ο κόσμος όλος, μάς παρακολουθούσε άναυδος. Οι άσπονδοι φίλοι μας αμήχανοι… έκπληκτοι. Αυτοί δεν χρειάστηκε να κάνουν τίποτα! Εμείς τα κάναμε όλα! Μόνοι μας! Και συνεχίσαμε να ματώνουμε… και συνεχίσαμε να πονάμε… και συνεχίσαμε να θρηνούμε λες και το αίμα, οι πόνοι και οι θρήνοι, θα υποχρέωναν τους Ολύμπιους να πάρουν θέση – με το αζημίωτο φυσικά.
Κι αφού σαν καθαρόαιμοι έλληνες ολημερίς χτυπιόμασταν μήπως και γλυτώσουμε απ’ το “κακό”, δεν άργησε να πέσει η νύχτα. Και ούτε που το καταλάβαμε! Κι οι πιο νοικοκυραίοι απ’όλους κλείστηκαν στα σπίτια τους. Τσιμουδιά! Οι θυγατέρες μαγείρευαν κι έπλεναν κι αφού τελειώναν με τις δουλειές τους, χασκογελούσαν ξεφυλλίζοντας το Ντομινό. Οι κανακάρηδες φωνασκούσαν διαρκώς, προκαλώντας ο ένας τον άλλον, δοκιμάζοντας πρώτα την δική τους επανάσταση… Πώς αλλιώς? Είναι αβάσταχτο να βλέπεις τους γονείς σου να τρώνε μόνο ψωμί κι ελιά και δικαίως(!), αφού ο καλός Θεός μάς είχε προικήσει με κρασί, με θάλασσα με…, με τόσα και τόσα αγαθά! Τσιμουδιά! Το σκοτάδι φέρνει ύπνο και όνειρα πολλά… Κι εκεί, στο ονειρικό πεδίο η κάθε επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι επιτυχημένη!
Η αλήθεια είναι πως πάντα ζούσαμε μέσα στα όνειρα. Και τώρα μέσα στα όνειρα ζούμε. Μου φαίνεται, δεν σταματήσαμε ποτέ να ονειρευόμαστε. Ποιός να θέλει να ξυπνήσει? Ποιός θέλει να παλέψει και πάλι… να ματώσει… να πονέσει κι ίσως να θρηνήσει αν δεν του βγεί?
Έτσι, κάθε που ξημερώνει, τα όνειρα εξακολουθούν όμως τώρα αλλάζουν μορφή. Μεταλλάσονται σε παραισθήσεις κι αυτές με τη σειρά τους σε ψευδαισθήσεις! Κι από εικόνες θαμπές κι απόκοσμες, γίνονται εικόνες πραγματικές. Έχουμε πεισθεί από τη ζωντάνια τους και πιστεύουμε στην αλήθεια τους… Πώς να συνειδητοποιήσει κανείς στον λήθαργό του πως ο νους του ανθρώπου είναι άτιμο πράγμα κι εξουσιάζει και το σώμα και την ψυχή του? Ποιός να το φανταστεί πόση δύναμη κρύβει μέσα του αυτός ο νους, που δίνει μορφή και σχήματα ακόμη και σε πράγματα ανύπαρκτα…
Όχι! Καλά είμαστε κι έτσι. Τα καταφέραμε μια χαρά μέχρι εδώ! Ας παλέψουν οι άλλοι! Ας ματώσουν οι άλλοι! Ας πονέσουν οι άλλοι! Κι ας θρηνήσουν αφού το θέλουν! Φτάνει εμείς να είμαστε καλά. Διότι εμείς ήμασταν οι γιοι κι οι κόρες ανθρώπων νοικοκυρέων! Ανθρώπων που ένιωθαν ικανοποιημένοι τρώγοντας μόνον ψωμί κι ελιά, για να είμαστε εμείς κάποτε ασφαλείς… για να καταφέρουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε καλλίτερα!
Πόσο, αλήθεια, μάς πηγαίνει αυτός ο καθωσπρεπισμός…
Και τώρα τί? Αυτά τα παιδιά έγιναν άντρες και γυναίκες. Γίναμε άντρες και γυναίκες! … Και το μόνο που καταφέραμε είναι να στοιχειώνουν το παρόν μας τα φαντάσματα του παρελθόντος. Εμείς δεν μπορούμε να επιβιώσουμε με ψωμί κι ελιά. Μάς είναι αδιανόητη μια τέτοια προοπτική. Μόνον τρόμο προκαλεί! Από την άλλη, δεν ξέρουμε και να πολεμάμε! Δεν μάθαμε ποτέ! Κι έτσι, παραμένουμε βουβοί κι ασήμαντοι, όπως βουβοί κι ασήμαντοι υπήρξαν οι γονείς μας! Ακίνδυνοι. Ασφαλείς. Ονειρευόμαστε όμως… συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε πως κάποιος… κάπως… θα τολμήσει και θα κάνει κάτι! Κι εμείς θα ακολουθήσουμε τότε! Αιώνιοι κομπάρσοι της ίδιας μας της ζωής! Οι γονείς μας όμως γνώριζαν. Αργά ή γρήγορα θα το καταλάβουμε κι εμείς: Κανείς δεν πρόκειται να κάνει τίποτε για εμάς. Κανείς δεν προκείται να ασχοληθεί με εμάς. Μόνοι μας είμαστε και μόνοι μας θα είμαστε πάντα. Η αξιοπρέπειά μας, ο πολιτισμός μας, το ζην μας, οι πόθοι κι ελπίδες μας βρίσκονται στα δικά μας χέρια! Ας βγούμε έξω από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Ας αφήσουμε τα όνειρα στην νύχτα τους… επιτέλους! Ξημέρωσε!