Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. «Οι ασκήσεις της Μνήμης αποτελούν ενδυνάμωση της Ψυχής.»

Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. «Οι ασκήσεις της Μνήμης αποτελούν ενδυνάμωση της Ψυχής.»


0 0 ψήφοι
Article Rating
[taxopress_postterms id="1"]

Οι “υπεράνθρωπες” εγκεφαλικές ικανότητες και το σύστημα γνώσης των αρχαίων Ελλήνων

Ξεφυλλίζοντας τις σύγχρονες ανατυπώσεις κειμένων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα λιγοστά και αποσπασματικά “απομεινάρια” ενός ολόκληρου κόσμου και ενός σώματος γνώσης -που μας πληγώνει να σκεφτόμαστε ότι κάποτε ήταν ενιαίο- δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθουμε τη σκέψη μας να “μουδιάζει”… Αν αποτολμούσαμε να εξετάσουμε συνολικά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η κυρίαρχη διαπίστωση στην οποία θα καταλήγαμε, θα ήταν ότι πρόκειται για ένα δημιούργημα πνευματικά ανώτερο, την αντανάκλαση της συλλογικής σκέψης πολ λών ξεχωριστών διανοιών, οι οποίες για κάποιο “άγνωστο” λόγο, συνυπήρξαν στον συγκε κριμένο χώρο και χρόνο.

Τότε, όμως, θα οδηγούμασταν σε ένα άλλο, εξίσου αφοπλιστικό ερώτημα, ποιοι δηλαδή ήταν οι ιδιαίτεροι εκείνοι παράγοντες, οι οποίοι συνέτειναν στη σχεδόν ταυτόχρονη, ενσάρκωση, όλων αυτών των ανώτερων διανοιών στον ελληνικό χώρο; Κάποιοι εικάζουν ότι ήταν η γλώσσα. (Ή και το καθεστώς δημοκρατίας που επικρατούσε) Ίσως πάλι όχι. Ή τουλάχιστον όχι μόνο.

Γιατί υπάρχουν πργματικά πολλές ενδείξεις ότι οι εκπληκτικές -σχεδόν υπεράνθρωπες- αυτές εγκεφαλικές ικανότητες των δημιουργών του ελληνικού πολιτισμού, καλλιεργούνταν κατά τη μακρινή αρχαιότητα, και μάλιστα σύμ φωνα με μία πολύ συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία μεταγενέστερα επικράτησε να αναφέρεται ως Μνημονική Τέχνη. Δεν αποκλείεται, επίσης, και η ίδια η μαθηματικά δομημένη, “μνημονική” ελληνική γλώσσα, να αποτελεί, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, απλή προέκταση των ανώτερων διανοητικών ικανοτήτων που καλλιεργούνταν μέσω της μακροχρόνιας και επίμονης εξάσκησης του νου, στο προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης.

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Την Τέχνη της Μνήμης, της οποίας τα ίχνη χάνονται στις “σκοτεινές” εποχές πολύ πριν από τα ομηρικά χρόνια, τη συναντάμε σε συχνές αναφορές σε ολόκληρη την κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα, ενώ αργότερα την παρακολουθούμε να διαδίδεται και στο λατινικό χώρο, όπου και προσωρινά ατονεί ιδίως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και τη γενικότερη πνευματική “παρακμή” της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), για να αναβιώσει αρκετούς αιώνες αργότερα, την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Η παρατήρηση ότι όλες οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην Τέχνη της Μνήμης είναι σχετικά σύντομες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξάσκηση της στα αρχαία χρόνια ήταν σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένη, ώστε να θεωρείται “περιττή” μια πιο λεπτομερειακή αναφορά σε αυτήν (σε αντίθεση π.χ. με τα μαθηματικά). Το γεγονός δε ότι η εξάσκηση της δεν ανακόπηκε μετά τη διάδοση της γραφής (ούτε καν μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, κατά τα πρώι μα χρόνια της Αναγέννησης), μας κάνει να “υποψιαζόμαστε” ότι πρόκειται για πολλά παραπάνω από ό,τι η ονομασία “Μνημονική Τέχνη” αφήνει να εννοηθεί…

Πρόκειται για μια μέθοδο “εσωτερικής γραφής” -“αποτύπωσης”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης “των εννοιών με τη μορφή εικόνων στις κέρινες πλά κες της ψυχης”(!)- η οποία επι τρέπει στον ασκούμενο την ανάκληση κάθε είδους πληροφορίας, σαν να ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου.
Αυτή η σχολαστική οργάνωση και ταξινό μηση των ιδεών, των εννοιών και των πληρο φοριών στον ανθρώπινο νου με την, μη δεσμευτική για τη σκέψη, μορφή των εικό νων, επιτρέπει την αλληλεπίδραση και το συσχετισμό τους σε ένα επίπεδο κατά πολύ βαθύτερο από αυτό της συνηθισμένης σκέψης.


Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η παραγωγή πρωτότυπων ιδεών, οι οποίες φαίνονται να προέρχονται από “έμπνευση”, καθώς το λογικό μέρος του νου (που λειτουργεί με το λόγο), δεν παρεμβάλλεται στη νοητική διαδικασία, επιτρέποντας ενδεχομένως στην ανθρώπινη διάνοια να συντονιστεί σε κάποιες συχνότητες, κατά τις οποίες γίνεται εφικτή η αλληλεπίδραση της με κάποιο είδος “μορφογενετικού πεδίου” συμπαντικής γνώσης!

Η ξεχασμένη τέχνη της ελληνικής αρχαιότητας

Άρρηκτα δεμένη με κάθε ρητορική μάθηση αλλά και με την (προφορική) διάδοση της Μυθολογίας και της Ιστορίας (πολλές φορές έμμετρα!), μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η καλλιέργεια της μνημοτεχνικής γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον ελλαδικό (καθώς και τον αιγυπτιακό) χώρο, πολλούς αιώνες πριν την ανακάλυψη οποιουδή ποτε είδους γραφής! Μνήμες από τις μακρινές εκείνες εποχές της αρχαιότητας μας μεταφέρει ο Πλάτωνας στο διάλογο “Φαιδρός”, όπου με έκπληξη παρατηρούμε τον θρυλικό για τη σοφία του βασιλέα των αιγυ πτιακών Θηβών, Θαμού – Άμμωνα, να επι-πλήττει το θεό Θεού για την ανακάλυψη της γραφής, λέγοντας του τα εξής: «Και τώρα εσύ, που είσαι ο πατέρας των γραμμάτων, οδηγήθηκες από την συμπάθεια σον (προς τους ανθρώπους) να τους αποδώσεις μια ικανότητα αντίθετη από εκείνη την οποία πραγματικά κατέχουν. Γιατί αυτή η εφεύρεση (η γραφή) θα προκαλέσει τη λήθη στα μυαλά όσων μάθουν να την εξα σκούν, επειδή δεν θα καλλιεργούν πλέον τη μνήμη τους! Η εμπιστοσύνη τους στη γραφή -η οποία θα προέρχεται πλέον από εξω τερικούς χαρακτήρες, που δεν αποτελούν μέρος των εαυτών τους (δεν θα αποτελεί δηλαδή μέρος της ψυχής τους, κατά τον Πλάτωνα)- θα αποθαρρύνει τη χρήση της ίδιας της μνήμης τους μέσα τους. Ανακάλυψες το φάρμακο όχι της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης. Και προσφέρεις στους μαθητές σου την επίφαση της σοφίας, όχι την αληθινή σοφία, γιατί θα διαβάζουν πολλά πράγματα χωρίς στοτέλη στην Τέχνη της Μνήμης, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ μνήμης, υπενθύμισης και ανάμνησης, με την ανάκληση των πληροφοριών να αποτελεί τη συνειδητή προσπάθεια κάποιου να “βρει το δρόμο του ανάμεσα στα περιεχόμενα της μνήμης του”. Αυτό καθίσταται δυνατό με τη βοή θεια δύο βασικών -συμπληρωματικών μετα ξύ τους- νοητικών αρχών, του συνειρμού (χτίζουμε τις νέες γνώσεις πάνω στις παλιές) και της ακολουθίας (της αλληλένδετης δηλαδή σειράς κατά την οποία αποτυπώνο νται οι εικόνες στη νόηση).

Γενικά, θα λέγαμε ότι οι απόψεις του Αρι στοτέλη για τις διαδικασίες μνήμης και ανά μνησης είναι σύμφωνες με τις αρχές μάθη σης, όπως τις εκφράζει στο “περί Ψυχής”. Η προερχόμενη από τις αισθήσεις αντίληψη, μετατρέπεται από τη φαντασία σε εικόνες, οι οποίες “τροφοδοτούν” τις νοητικές λειτουργίες.

Η άποψη αυτή, με τη φαντασία να παί ζει δηλαδή το ρόλο “διαμεσολαβητή” ανάμε σα στην αντίληψη και τη σκέψη, σε συνδυα σμό με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης, ότι δηλαδή «είναι αδύνατο για την ψυχή να σκεφτεί χωρίς την ύπαρξη κάποι ας νοητής εικόνας», φαίνεται να είναι απόλυ τα σύμφωνη και να αιτιολογεί την επιλογή (μνημονικών) εικόνων και τόπων κατά την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης της αρχαι ότητας. «Μπορούμε να σκεφτούμε όποτε επιλέ ξουμε», παρατηρεί ο σοφός δάσκαλος της αρχαιότητας, «επειδή είναι δυνατό να επανα φέρουμε τα πράγματα στο μυαλό μας, ακριβώς όπως εκείνοι που ασκούν τη μνημοτεχνική, κατασκευάζουν εικόνες»…

Η πλατωνική “ανάμνηση της ψυχής”

Αν η μνήμη αποτελεί για τον Αριστοτέλη φυσική νοητική διαδικασία, για τον Πλάτω να δεν είναι παρά ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών. Ξεπερνώντας, ωστόσο, την “επιφανειακή” αυτή διαφορά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι οι απόψεις του Πλάτωνα συμπληρώνουν αυτές του Αριστοτέλη, επιτρέποντας μας να ανα συνθέσουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τη μνημονική τέχνη στην ελληνι κή αρχαιότητα, της οποίας και οι δύο ήταν μέτοχοι.

Στο Θεαίτητο βρίσκουμε το Σωκράτη να χρησιμοποιεί για την ψυχή την ίδια παρο μοίωση, ότι δηλαδή αυτή αποτελείται από ένα υλικό σαν κερί, στο οποίο οι ιδέες αποτυ πώνονται με τη μορφή εικόνων και αποτελεί το δώρο της Μνημοσύνης, της μητέρας των Μουσών, στους ανθρώπους. Στο διάλογο Φαίδων αναπτύσσεται η θεωρία ότι, καθώς είναι αδύνατο να αντιληφθούμε κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με εμάς, αναγκα στικά κάθε μάθηση/γνώση είναι έμφυτη στην ψυχή μας. Αντιλαμβανόμαστε π.χ. το δίκαιο ή το άδικο, επειδή η ψυχή μας είναι εξοικειωμένη με την έννοια της δικαιοσύνης από την προηγούμενη ύπαρξη της στον Κόσμο των Ιδεών, πριν ενσαρκωθεί στο σώμα μας. Στον “Φαίδρο”, όπου ο Πλάτων εκθέτει την άποψη ότι η ρητορική τέχνη πρέπει να υπηρετεί μόνο την αλήθεια, επικρίνοντας τους σοφιστές, γίνεται φανερό ότι θεωρεί “βλάσφημη” τη χρήση της μνημοτεχνικής (ως μέρος της διδασκαλίας της ρητορικής τέχνης), για την εξυπηρέτηση των ψευ δών συμπερασμάτων των σοφιστών.

Μπορεί στο έργο του Πλάτωνα να μη βρί σκουμε κάποια συγκεκριμένη περιγραφή των αρχών της μνημονικής τέχνης, οι ιδέες του όμως φαίνονται να είναι διαποτισμένες με αυτήν, εκφράζοντας όλη την αισιοδοξία και τη βεβαιότητα ότι η σοφία βρίσκεται ήδη μέσα μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να την αφουγκραστούμε προ σεκτικά. Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι στον Πλάτωνα χρωστάμε και την πολύτιμη διά σωση της ανάμνησης ότι η Τέχνη της Μνή μης, η “εσωτερική” δηλαδή γραφή των πλη ροφοριών, προϋπήρξε της κανονικής γρα φής. Άλλωστε, οι πλατωνικές Ιδέες ήταν που (όπως θα δούμε και στη συνέχεια) ενέπνευ σαν την “αναβίωση” της Τέχνης της Μνήμης στις περιόδους του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Μία ανεκτίμητη πηγή από τη λατινική γραμματεία: τα “χαμένα” κομμάτια του παζλ

Την περίοδο 86-82 π.Χ., κάποιος άγνωστος καθηγητής της ρητορικής τέχνης στη Ρώμη, ολοκλήρωνε για τους μαθητές του μια πραγματεία, η οποία έμελλε να μείνει στην Ιστορία με το όνομα του προσώπου στο οποίο αφιερωνόταν, κάποιον (επίσης άγνωστο) Ερέννιο (Ad Herennium). Η αξία του συγκε κριμένου έργου, είναι για τους σύγχρονους ερευνητές της Τέχνης της Μνήμης πραγμα τικά ανεκτίμητη, καθώς πρόκειται ουσιαστι κά για τη μοναδική σχετικά ολοκληρωμέ νη πηγή, αναφορικά με το προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης, η οποία ευτυχήσα με να φτάσει ακέραιη ως τις μέρες μας από τον αρχαίο κόσμο.

«Υπάρχουν δύο είδη μνήμης», αναφέρει ο ανώνυμος συγγραφέας σε αυστηρά ακαδημαϊκό ύφος και ύστερα από εκτενή ανάλυση των μερών της ρητορικής τέχνης, «η φυσική και η τεχνητή. Η φυσική μνήμη, είναι εκείνη η οποία χαράσσεται στο νου μας ταυτόχρονα με τη σκέψη. Η τεχνητή μνήμη ενδυναμώνεται και στερεοποιείται με την εκπαίδευση». Στη συνέχεια, ο ανώνυμος συγγραφέας παραθέτει πλήθος παντελώς άγνωστων στην εποχή μας ελληνικών πηγών για τη διδασκαλία της μνημοτεχνικής, προτού επανέλθει στην περι γραφή της τεχνητής μνήμης, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η τεχνητή μνήμη απαρτίζεται από τόπους και εικόνες. Ως (μνημονικός) τόπος (locus), θεωρείται ένα μέρος (όπως π.χ. ένα κτίριο), το οποίο μπορεί εύκολα να αποτυπωθεί στη μνήμη, ενώ οι (μνημονικές) εικόνες (imagines) απαρτίζονται από μορ φές, σύμβολα ή αγάλματα των εννοιών που θέλουμε να απομνημονεύσουμε»! Παρατηρού με ότι σήμερα θα μπορούσαμε να αντιστοιχί σουμε αυτούς τους τόπους με τους «virtual τόπους» ή τις τοποθεσίες/φακέλλους ενός κυβερνοχώρου.

Η Τέχνη της Μνήμης παρουσιάζεται και εδώ ως μια μέθοδος εσωτερικής γραφής, της οποίας οι ασκητές “καταγράφουν” νοητικά ό,τι τους υπαγορεύεται και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να το “διαβάσουν” από τη μνήμη τους. «Γιατί οι “τόποι” είναι σαν τις κέρινες πλάκες ή τους παπύρους, οι εικόνες είναι σαν τα γράμματα, η οργάνωση και η διά ταξη των εικόνων είναι σαν το κείμενο και η παράδοση (του κειμένου) είναι σαν την ανά γνωση» !

Οι μαθητευόμενοι στην Τέχνη της Μνή μης καλούνται να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των “τόπων”. Πρέπει να εφο διάσουν τη μνήμη τους με μεγάλο αριθμό τέτοιων τόπων, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατούν μεγάλο όγκο πληροφοριών. Οι τόποι αυτοί (οι οποίοι μπορούν να είναι και φανταστικοί, δηλαδή, να μην είναι αναπαρα στάσεις υπαρκτών χώρων) πρέπει να αποτυ πωθούν στη σκέψη των ασκούμενων με κάθε λεπτομέρεια, να είναι επαρκώς φωτισμένοι (ώστε όλες οι εικόνες να είναι “ευανάγνωστες”), να είναι ευρύχωροι αλλά σαφώς οριοθετημένοι (ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν σε αυτούς πλήθος μνημονικών αντικειμένων) και φυσικά να είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, αποτελώντας ένα ενιαίο σύνολο (ώστε οι μαθητευόμενοι της μνημονικής τέχνης να μπορούν να μετακινηθούν άνετα σε αυτούς προς όποια κατεύθυνση επιθυμούν).

Πόσο παλαιά είναι η Τέχνη της Μνήμης; Μερικές σκέψεις για τη χρονολόγηση της μεθόδου

Το “πολύτιμο” κείμενο Ad Herennium φαίνεται να βάζει τα
πράγματα σε μια σειρά, όσον αφορά την αναζήτηση των αρχών της “χαμένης” Τέχνης της Μνήμης. Όμως οι “εκπλήξεις” από το “Ad Herennium” δεν σταματούν στα όσα ήδη αναφέραμε. Στη συνοπτική του αναφορά στη “μνήμη των λέξεων”, ο ανώνυμος ρητοροδιδάσκαλος,προβαίνει στο ακόλουθο σχόλιο:

«Γνωρίζω ότι οι περισσότεροι από τους Έλληνες, οι οποίοι έχουν γράψει αναφορικά με τη Μνήμη, ακολούθησαν την οδό της παράθεσης εικόνων που ανταποκρίνονται σε πολλές λέξεις (έννοιες-verba), έτσι ώστε όσοι θα επιθυμούσαν να απομνημο νεύσουν αυτές τις εικόνες, θα τις είχαν έτοιμες χωρίς να κοπιάζουν στην αναζήτηση τους».

Θα ήταν αδύνατο να αφήσουμε την απίστευτη αυτή παρατήρη ση ασχολίαστη. Κάπως έτσι, ή μάλλον, ακριβώς έτσι, δεν ήταν και οι πρώτες μορφές γραφής; Συγκεκριμένες εικονομορφικές συμβολικές αναπαραστάσεις (π.χ. ιερογλυφικά), οι οποίες χρη σιμοποιούνταν για να αποδώσουν πολλαπλά παρεμφερή νοήμα τα; Μήπως το συγκεκριμένο απόσπασμα επιβεβαιώνει τον “μύθο” του Πλάτωνα για την προΰπαρξη μιας “εσωτερικής”, μνημονικής γραφής στην ψυχή των ανθρώπων, την οποία διαδέ χτηκε η γραφή που όλοι γνωρίζουμε;

Ας ξαναδιαβάσουμε το απόσπασμα… Χωρίς αμφιβολία, οι εικόνες στις οποίες αναφέρεται εδώ ο συγγραφέας φαίνονται να είναι οι ίδιες αναπαραστάσεις που βρίσκουμε διάσπαρτες στον αρχαίο κόσμο (π.χ. στον αινιγματικό “δίσκο της Φαιστού” ή στις “ιερογλυφικές γραφές της Αιγύπτου, κ.α.), εξέλιξη των οποίων αποτέλεσαν και τα πρώτα είδη γραφής.
Είναι πολύ πιθανό στο συγκεκριμένο απόσπασμα να βρίσκεται η ατράνταχτη απόδειξη ότι η γραφή προήλθε από παραφθορά των συμβόλων που χρησιμοποιούνταν κατά την εξάσκηση της Τέχνης της Μνήμης, για την οποία, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι διδασκόταν συστηματικά επί χιλιετίες πριν την ύπαρξη γραφής!

Στο τεύχος 130 (Φεβρ. 2005) το ΤΜ δημοσίευσε άρθρο, βασι σμένο στις έρευνες των Φλόρενς και Κένεθ Γουντ, το οποίο απο δείκνυε ότι ο Όμηρος περιγράφοντας τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, ουσιαστικά περιέγραφε τις κινήσεις των αστερισμών του ουρανού όπως φαίνεται από την Ελλάδα. Αυτό που έδειξαν οι έρευνες των Γουντ ήταν ότι οι αστρονομικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο ομηρικό έπος αρχίζουν από το 8900 π.Χ., αν όχι πολύ παλαιότερα. Ήταν η εποχή κατά την οποία η εξαιρε τικά αργή περιστροφική κίνηση του άξονα της Γης (wobbling), η οποία ευθύνεται για την εναλλαγή των “ζωδιακών εποχών”, επανέφερε το άστρο του Σείριου στον ελληνικό ουρανό, μετά από απουσία 7.000 περίπου ετών.

Αν έχουν δίκιο οι Γουντ, αν δηλαδή η επιστροφή του Σείριου αποδίδεται συμβολικά στο έπος με την επιστροφή του “λαμπρό τερου άστρου” -δηλαδή του Αχιλλέα- στη μάχη, τότε μια “μετριοπαθής” χρονολόγηση για την Τέχνη της Μνήμης (καθώς και για το ίδιο το ομηρικό έπος, το οποίο άλλωστε διασώθηκε μέσω αυτής), θα μας έδινε ως αφετηρία των ιστορικών πληρο φοριών που περιλαμβάνονται στο έπος, περίπου το έτος 8900 π.Χ.!

Όμως, η Ιλιάδα δεν αρχίζει με την επιστροφή του Αχιλλέα στη μάχη αλλά με τη “μήνιν” αυτού και την “αποχώρηση” του, η οποία, αν ακολουθήσουμε τη λογική, τις αποδείξεις και τα συμπεράσματα των Γουντ, πρέπει να συνέβη περίπου 7.000 χρό νια νωρίτερα, όταν το άστρο του Σείριου “αποχώρησε” και χάθηκε από το ελληνικό στερέωμα.

Είναι, λοιπόν, δυνατό η πρώτη αναφορά στην Τέχνη της Μνήμης, να ανάγεται στο 15900 περίπου π.Χ.; Αυτό δεν θα σήμαινε ότι η εσωτερική γραφή προϋπήρξε της εξωτερικής κατά τουλά χιστον 10.000 έτη; Και η συγκεκριμένη εκτίμηση, γίνεται σύμφω να με τη χρονολόγηση της πινακίδας του Δισπηλιού της Καστο ριάς (με τη μέθοδο του άνθρακα C14, η οποία ανήγαγε την έναρ ξη της γραφής στον ελληνικό χώρο στα 5260 π.Χ.), διαφορετικά, στον αριθμό αυτό θα χρειαστεί να προσθέσουμε και μερικές ακόμα χιλιάδες χρόνια…

Γιατί όχι; Εξάλλου, όπως φαίνεται και από το παραπάνω από σπασμα, η “εσωτερική γραφή” αποτελεί επίσης μορφή γραφής, και μάλιστα πολύ πιο εξελιγμένης, καθώς η καλλιέργεια της απαιτεί από τον ασκούμενο την ανάπτυξη απίστευτων εγκεφαλι κών ικανοτήτων διαλογισμού, οραματισμού, και φυσικά, μνήμης. Επίσης, δεν λείπει ούτε η βιβλιογραφία, ούτε οι αποδείξεις για την ύπαρξη της εν λόγω τέχνης…

Σκεφτείτε το λίγο… Σταματήστε για λίγα λεπτά την ανάγνωση αυτού του κειμένου και αναλογιστείτε τις ατέλειωτες ώρες δια λογισμού και συστηματοποιημένης μνημοτεχνικής εξάσκησης που θα απαιτούνταν για να σχηματίσει κάποιος τους μνημονι κούς τόπους και τις νοητές εκείνες εικόνες, ώστε να είναι σε θέση να απαγγείλει και τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας… Μάλιστα, πολύ περισσότερο αν οι Γουντ κάνουν λάθος, οπότε στην προ σπάθεια του αυτή ραψωδός δεν χρησιμοποιεί τα άστρα ως μνη μονικά βοηθήματα… Αναλογιστείτε τώρα το σύνολο της ελληνι κής μυθολογίας, το οποίο διαμορφώθηκε πριν από την ύπαρξη γραφής καθώς και τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η οποία αναγκαστικά, επίσης προϋπήρξε της γραπτής της αναπα ράστασης μέσω συμβόλων…

Αναμφίβολα, οι διάνοιες οι οποίες ανέπτυξαν και διατήρησαν τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, Μυθολογίας και Ιστορίας επί χιλιετίες χωρίς την ύπαρξη γραφής, όφειλαν να είναι εξα¬σκημένες σε ένα μνημονικό σύστημα, αν όχι το ίδιο, τότε πολύ πιο εξελιγμένο, σύνθετο και απαιτητικό (όσον αφορά τη χρήση των διανοητικών τους ικανοτήτων) από αυτά της κλασικής και ρωμαϊκής περιόδου, που παρουσιάσαμε. Μήπως ένα σύστημα, το οποίο θα προϋπέθετε τη χρήση των 45.000 περίπου ορατών από τη Γη άστρων, ως μνημονικούς “τόπους”;

Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσουμε μια μικρή λεπτομέ¬ρεια, την οποία ελάχιστοι φαίνεται ότι γνωρίζουν: τα 45 (μνημο-τεχνικά;) σύμβολα που “διακοσμούν” το δίσκο της Φαιστού (περ.1600 π.Χ.) δεν είναι εγχάρακτα, αλλά έχουν “αποτυπωθεί” σε πηλό με λίθινες σφραγίδες! Η ίδια αυτή τεχνική σήμερα, δεν αποκαλείται (όχι απλά γραφή, αλλά) “τυπογραφία”;

Γίνεται πλέον ξεκάθαρο, ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι μακρι νοί μας πρόγονοι δεν ανέπτυξαν νωρίτερα “εξωτερική” γραφή, είναι ότι, απλούστατα, δεν την είχαν ανάγκη… Δεν αποκλείεται μάλιστα, αν ποτέ καταφέρουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τον δίσκο της Φαιστού, να αποκαλυφθεί ότι το “μυστηριώδες” περιεχόμενο του, το οποίο τόσο πολύ έχει προβληματίσει τους επιστήμονες, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα απλό παιδικό τρα γουδάκι ή ποίημα, για τους νεαρούς μαθητευόμενους της μνημο νικής, “εσωτερικής” γραφής. Άλλωστε, οι Έλληνες (και συγκε κριμένα οι Αθηναίοι) δεν ήταν που νίκησαν τους υπερανεπτυγμέ-νους τεχνολογικά, αλλά διεφθαρμένους και αλαζόνες Άτλαντες, σύμφωνα με τον πλατωνικό “μύθο” στον “Κριτία”;

Προσπαθήστε τώρα να θυμηθείτε την -αποδεκτή ως μόνη “ορθή” από την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα- θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής φυλής και γλώσσας, που διδαχθήκαμε όλοι στα σχολεία και τα πανεπιστήμια (και η οποία εξακολουθεί να διδά σκεται, σχεδόν αυθαίρετα), και αποφασίστε ποια σας φαίνεται πιο πειστική…

Ο άγνωστος εκείνος δάσκαλος της ρητορικής και της μνήμης προτείνει επίσης να εφο διάσουμε νοητά κάθε πέμπτο τόπο με ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο (π.χ. ένα χρυσό χέρι) και κάθε δέκατο (decimus) με τη μορφή ενός οικείου μας προσώπου, προκειμέ νου να μην κάνουμε λάθος στη σειρά σύνδε σης τους. Οι τόποι αυτοί δεν πρέπει να μοιά ζουν μεταξύ τους, καθώς ενδέχεται να τους μπερδέψουμε στη σκέψη μας.

Όσον αφορά τις εικόνες, ο συγγραφέας του “Ad Herennium”, τις διακρίνει σε δύο κατηγορίες, μία για τα πράγματα (res) και μία άλλη για τις λέξεις-έννοιες (verba). Η απομνημόνευση των πραγμάτων (memoria rerum) είναι σχετικά απλή και ο ασκούμενος μπορεί να την τελειοποιήσει σύντομα και χωρίς μεγάλη δυσκολία. Αντίθετα, η απομνη μόνευση των λέξεων-εννοιών (memoria verborum), η ικανότητα δηλαδή να ανακα λούμε στη μνήμη μας (όπως οι ποιητές της αρχαιότητας) ολόκληρα κείμενα, είναι πολύ πιο σύνθετη και απαιτεί μακροχρόνια εξά σκηση, καθώς και έναν τεράστιο αριθμό μνη μονικών τόπων. Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε, καθώς η τελευταία παρατήρηση πιθανότατα εξηγεί γιατί ο Όμηρος (όπως βέβαια και οι γενιές των προκατόχων του), επέλεξε να “τοποθετήσει” μνημοτεχνικά ολό κληρο το έπος της Ιλιάδας στον τεράστιο αριθμό των αστεριών, των πλανητών και των αστερισμών του στερεώματος… (βλ. ΤΜ, τεύχ. 130)
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην ενότητα της μνήμης του “Ad Herennium”, o συγγραφέας προτείνει, σε ό,τι αφορά στις εικόνες, να επιλέγονται μορφές υπερφυσι κές, αστείες ή γκροτέσκες, καθώς το μυαλό μας έχει την τάση να ξεχνά ο,τιδήποτε το συνηθισμένο.

Μερικές ακόμα αναφορές (Κικέρων, Πλούταρχος, Στράβων, Κιντιλιανός):
Η “αστρική” Μνήμη του Μητρόδωρου του Σκέψιου

Ένα άλλο, προερχόμενο επίσης από τη λατινική γραμματεία, έργο με αναφορές στη μνημονική τέχνη, είναι και το “De Oratore” του Κικέρωνα, στην εισαγωγή του οποίου βρίσκουμε τη γνωστή ιστορία με την οποία περιγράφεται η ανακάλυψη της Τέχνης της Μνήμης από τον Σιμωνίδη.

Η μικρή αναφορά που γίνεται στο έργο αυτό στις αρχές της μνημονικής τέχνης, φαίνεται να επαληθεύει πλήρως το “Ad Herennium” και γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο Κικέρωνας απευθύ νεται (όπως και οι κλασικοί Έλληνες συγ γραφείς) σε αναγνώστες, οι οποίοι είναι ήδη αρκετά εξοικειωμένοι με αυτές. Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ο ίδιος έχει γνωρίσει δύο Έλληνες με “θεϊκές ικανότητες Μνήμης” και αναφέρει δύο ονόματα: τον Χαρμάδα από την Αθήνα και τον Μητρόδωρο τον Σκέψιο, τον οποίο συνάντησε στη Μ. Ασία και εικάζει ότι τη στιγμή που γράφει το “De Oratore”, βρίσκεται ακόμα εν ζωή.
Ειδικά για τον Μητρόδωρο, γνωρίζουμε από αναφορά του Πλουτάρχου, ότι είχε πρω τοστατήσει σε μια αυτονομιστική κίνηση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ ο Στράβων (στα Γεωγραφικά του, 13ος τόμος), αναφέρει ότι ακολούθησε μια πορεία από τη Φιλοσοφία στην Πολιτική για να καταλήξει στη διδα σκαλία της ρητορικής τέχνης. Ο μεγάλος γεωγράφος αναφέρει επίσης ότι ο Μητρόδω ρος είχε συγγράψει και σχετική πραγματεία (ή πραγματείες), η οποία όμως δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα, και μας δίνει την πληροφο ρία ότι η ρητορική του δεινότητα ήταν τέτοια, ώστε άφηνε πάντα το ακροατήριο του άναυδο…

Η πιο “αινιγματική” ωστόσο πληροφορία για αυτόν τον αρχαίο Έλληνα ασκητή της μνημονικής τέχνης, έρχεται από έναν άλλο λατίνο δάσκαλο της ρητορικής, τον Κιντιλιανό (Quintilianus), ο οποίος πιθανότατα γνώριζε (όπως και ο Κικέρωνας) το έργο του Μητρόδωρου. Αναφέρει λοιπόν, ότι ο Μητρόδωρος στη μνημονική του τέχνη χρησιμοποι ούσε «360 μνημονικούς τόπους στα δώδε κα ζώδια, μέσα από τα οποία διέρχεται ο Ήλιος».
Αναμφίβολα, πρόκειται για μία αρχαία μαρτυρία η οποία επιβεβαιώνει ότι η Τέχνη της Μνήμης στην αρχαιότητα συνδεόταν με τη μελέτη των άστρων και τη χρήση τους ως μνημονικούς τόπους. Μήπως λοιπόν το μνημονικό σύστημα στο οποίο είχε εξασκηθεί ο Μητρόδωρος ήταν το ίδιο (ή έστω παρεμφερές) με αυτό του Ομήρου; Εκτός αυτού, στην αναφορά αυτή ίσως να κρύβεται και η εξήγηση στο ερώτημα γιατί οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους στοχαστές του Μεσαίωνα και της Αναγέννη σης επέλεξαν επίσης να χρησιμοποιήσουν τις 360 μοίρες του ζωδιακού κύκλου, σε μια προ σπάθεια αναδημιουργίας των αρχαίων ελλη νικών μνημονικών συστημάτων…

Η Τέχνη της Μνήμης στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση: αναζητώντας την αρχαία γνώση

Τα “σκοτεινά” χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Ρώμης, η γενικότερη πνευματική παρακμή παρέσυρε κάθε γνώση στη λήθη. Στα πλαίσια αυτά, και η διδασκαλία της μνη-μοτεχνικής φαίνεται να ατονεί σταδιακά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και να χάνεται, εντασ σόμενη στο θολό ημίφως της μαγικής, “δαι μονικής” γνώσης, προερχόμενης από την “αναίσχυντη, ειδωλολατρική αρχαιότητα”. Οι μνήμες της ύπαρξης αυτής της τέχνης, ωστό σο, υπήρχαν ακόμα ολοζώντανες, όπως και οι περισσότερες από τις (λατινικές κυρίως) πηγές, οι οποίες στα χέρια των λίγων “εκλεκτών” της γνώσης, αποτέλεσαν τον οδηγό τους στις μεμονωμένες προσπάθειες αναπαραγωγής του εντυπωσιακού αυτού συστήματος γνώσης.

Η αναζήτηση λοιπόν ενός μνημονικού συστήματος ικανού να ανακτήσει ολόκληρο το σώμα της χαμένης αρχαίας σοφίας, τοποθετήθηκε από τα πρώιμα κιόλας μεσαιω νικά χρόνια στην κορυφή των επιδιώξεων της νέας κάστας φιλοσόφων-μάγων που δημιουργήθηκε. Βασιζόμενοι στην αριστοτε λική πεποίθηση ότι είναι αδύνατο να υπάρξει καινούρια γνώση, έστρεψαν από την αρχή τις έρευνες τους στο παρελθόν. Στην αναζήτηση αυτή, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η μελέτη των θεωριών του Πλάτωνα, ότι κάθε γνώση είναι ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών, με τη μνήμη να αποτελεί έμφυτη ιδιότητα που ανήκει στις δυνατότη τες του ανθρώπινου νου.

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι οι ερευνητές του Μεσαίωνα και της Αναγέννη σης αισθάνονταν σαν το παιδί εκείνο που, μεγαλώνοντας, έχασε το θείο δώρο της ψυχικής ανάμνησης. Η “Ars Magna” (Μεγάλη Τέχνη), όπως ονομάστηκε η προσπάθεια αυτή αποκατάστασης της επαφής της ανθρώπινης ψυχής με τη συμπαντική γνώση, αποτέλεσε από νωρίς το “Άγιο Δισκοπότηρο” της φιλο σοφικής έρευνας, στην αναζήτηση του οποί ου αναλώθηκαν πολλά από τα φωτεινότερα πνεύματα της εποχής (π.χ. Julio Camillo, Θωμάς ο Ακινάτης, Albertus Magnus, Raymond Lull κ.α.)·

Σε όλα σχεδόν τα μνημονικά συστήματα της εποχής που κατά καιρούς δημιουργούνταν, η Τέχνη της Μνήμης, εμφανιζόταν να είναι ενδεδυμένη το περίβλημα του μάγου. Απομονώνοντας, ωστόσο, τις επικλήσεις και τις μαγικο-θρησκευτικές δοξασίες, μπορούμε με ασφάλεια να διαπιστώσουμε ότι οι μνημονικές αρχές των μεσαιωνικών και αναγεννη σιακών συστημάτων ήταν ουσιαστικά οι ίδιες με αυτές των αρχαίων χρόνων.

Μερικά μνημονικά συστήματα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης

Οι αναφορές από τα διάφορα μνημοτεχνικά συστήματα που κατά καιρούς προτάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή περίοδο, είναι πολλές και εντυπωσιακές. Ενδεικτικά μόνο, αξίζει να αναφέρουμε ότι τέτοιου είδους μνημονικούς τόπους αποτέλεσαν και οι αίθουσες της Κολάσεως του Δάντη(Ι), ενώ πολλοί είναι εκείνοι που υποστήριξαν (εδώ και πολ λούς μάλιστα αιώνες) ότι το συγκεκριμένο έργο δεν αποτελεί παρά μια ακόμα μνημοτεχνική-μεταφυσική διατριβή με χριστιανικές αναφορές!

Ωστόσο, ξεχωρίζοντας και αξιολογώντας τις κατά καιρούς μνημονικές μελέτες των “σκοτεινών” αυτών εποχών, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε εκείνες, οι οποίες, εκτός του ότι άσκησαν τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού στοχα σμού των εν λόγω περιόδων, αποτέλεσαν και την αφετηρία των αναζητήσεων του αναμφισβήτητα μεγαλύτερου ασκητή της Τέχνης της Μνήμης της μεταχριστιανικής περιόδου: του μεγάλου Giordano Bruno, αλλά και άλλων σπουδαίων στοχαστών εκείνης της καθοριστικής περιόδου.

Η “Ars Brevis” (Τέχνη των Γενναίων) του Ramon Lull

Γεννημένος στη Μαγιόρκα, το 1235 -δέκα περίπου χρόνια μετά τον Θωμά τον Ακινάτη- ο Ramon Lull, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αφομοιώσει το σύνολο της διαθέσιμης κατά την εποχή του γνώσης σε ένα ομοι ογενές σύστημα μνημοτεχνικά δομημένο. Η “Are Brevis” (Τέχνη των Γενναίων ή γενναία τέχνη), όπως επικράτησε να αποκαλούν το σύστημα του τόσο ο ίδιος όσο και οι πολυάριθμοι συνεχιστές του έργου του, έδινε στον ασκούμενο τη δυνατότητα να συνδυάζει παρεμφερείς μεταξύ τους έννοιες κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να προκύπτουν “πρωτότυποι” στοχασμοί.

Το σύστημα “αναζήτησης της αλήθειας” του Lull (του οποίου την επινόηση απέδιδε ο ίδιος σε “θεϊκή φώτιση”, αποτέλεσμα μιας υπερβατικής εμπειρίας κατά την επίσκεψη του στο όρος Randa, σε ένα νησί της Μαγιόρ κα!), αφομοίωνε και αστρολογικές δοξασίες και αντιλήψεις. Μετά από πολλές αναθεωρή σεις και διαδοχικές “βελτιώσεις”, ο Lull προ χώρησε κατά την περίοδο 1305-8 στην τελευταία εκδοχή της μεθόδου του, την επινόηση της οποίας ο ίδιος φρόντισε να συνοδεύσει με μεγαλεπήβολες διακηρύξεις και σχόλια, απο δίδοντας της την “υπεροπτική” ονομασία “Ars Magna” (Μεγάλη Τέχνη).

Στη μέθοδο αυτή, για πρώτη φορά βλέπουμε να χρησιμοποιούνται παρεμφερείς μεταξύ τους έννοιες τοποθετημένες σε κυκλική διάταξη, έτσι ώστε να διευκολύνεται ο συσχετισμός τους με την κεντρική, υπό διερεύνηση ιδέα, η οποία βρίσκεται στο κέντρο της σχη ματικής απεικόνισης. Ο Νεοπλατωνιστης αυτός ως προς τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, άσκησε τεράστια επιρροή στο φιλοσοφικό στοχασμό της εποχής του (σε βαθμό ώστε οι σύγχρονοι μελετητές να κάνουν λόγο για “ρεύμα σκέψης Λαλλιαμού” – Lullism), και με τις επιδράσεις του έργου του να είναι ευδιά κριτες ακόμα και στην Αναγέννηση.

Το φιλοσοφικό μνημοτεχνικό σύστημα του Lull υιοθετήθηκε αργότερα από τους εκπροσώπους των Φραγκισκανών, αντλώντας από τις ιδέες του το ιδεολογικό υπόβαθρο του κινήματος τους. (Και αφού μιλάμε για μέθοδο μνήμης, θυμηθείτε τα όσα γράφαμε στο τεύχος 130 για τις επιδράσεις του ελληνικού Νεοπλατωνισμού σε όλα τα μεταγενέστερα δυτικά εσωτερικά συστήματα…)

Το “Θέατρο της Μνήμης” του Julio Camillo

Πιο πιστός στις αρχαίες αρχές της Τέχνης της Μνήμης, όπως τη βρίσκουμε να διατυπώνεται μέσα από τα αρχαία κείμενα, ο Julio Camillo Delminio έδωσε στους μνημονικούς τόπους του συστήματος που εισηγήθηκε, τη μορφή αρχαίου ελληνικού αμφιθεάτρου. Ο γεννημένος το 1480 Ιταλός στοχαστής και ερευνητής της Τέχνης της Μνήμης, από νωρίς διαπίστωσε ότι η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση ενός αμφιθεάτρου θα παρουσίαζε τεράστια πλεονεκτήματα στην εξάσκηση της μνημονικής τέχνης. Σύμφωνο προς τις προϋποθέσεις των (μνη μονικών) τόπων του “Ad Herennium” και του Αριστοτέλη, το ελληνικό αμφιθέατρο διαθέτει ένα κεντρικό. σημείο αφετηρίας (σκηνή), το οποίο προσφέρει τεράστια ελευ θερία κινήσεων, καθώς μέσω των διαδρόμων επικοινωνεί με όλα τα, ευδιάκριτα χωρισμέ να σε επτά διαδοχικά επίπεδα, διαστήματα των κερκίδων.

Όσον αφορά τις (μνημονικές) εικόνες που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως φορείς των εννοιών, ο Camillo προσπάθησε στο θέατρο του να αναπαραστήσει ολόκληρο το σύμπαν όπως προβάλλεται μέσα από την ελληνική μυθολογία, την αστρολογία και την καβαλιστική παράδοση. Οι κερκίδες χωρίζονταν από 6 διαδρόμους σε 7 τμήματα, τα οποία ο ίδιος ονόμαζε “στήλες του Οίκον της Σοφίας τον Σολόμωντος”. Καθένα από αυτά τα τμήματα χρησιμοποιούταν για να αποδώσει και έναν διαφορετικό πλανήτη με τις αστρολογικές του ιδιότητες, έφερε το όνομα ενός θεού της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ενώ τα επίπεδα “αφιερώνονταν” σε χαρακτήρες και τόπους της ελληνικής μυθολογίας.

Τα “εντνπωσιακά σχέδια ενός νοητικού μνημοτεχνικον θεάτρον στο οποίο θα απεικονιζόταν ολόκληρη η συμπαντικη γνώση” του μυστηριώδη σοφού, δεν άργησαν να διαδοθούν σε ολόκληρη την Ιταλία. Το 1530, ο Camillo βρέθηκε στο Παρίσι, προσκεκλημέ νος ίου Γάλλου βασιλιά, ο οποίος ανέλαβε και τη χρηματοδότηση της υλικής κατα σκευής του. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι λίγο καιρό αργότερα, ένα μικρό ξύλινο αμφιθέατρο με πολύ παράξενη διακόσμηση είχε ανεγερθεί στη βασιλική αυλή της Γαλλίας…
Όμως φαίνεται ότι το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε τον Camillo, καθώς το 1532 επιστρέφει στην Ιταλία, όπου αρχίζει νέες προ σπάθειες για την υλοποίηση της κατασκευής του μνημονικού του θεάτρου, αυτή τη φορά στη Βενετία. Ο Julio Camillo τελικά πέθανε το 1544 και το όνειρο της κατασκευής του “θεάτρου της Μνήμης”, στο οποίο είχε αφιερώσει και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ποτέ δεν υλοποιήθηκε όπως θα ήθελε.
Το “μνημονικό παλάτι” του Matteo Ricci. Η διδασκαλία της Τέχνης της Μνήμης στην Κίνα!

Ο Matteo Ricci ήταν ένας Ιησουίτης ιερέας στον οποίο το 1577 ανατέθηκε να μεταβεί στη μακρινή Κίνα για να κηρύξει τη χριστιανική πίστη και τη δυτική σκέψη στους υπη κόους της δυναστείας των Μινγκ. Μετά από μακροχρόνια όμως παραμονή και χωρίς να έχει καταφέρει να κεντρίσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των Κινέζων, το 1596 ανέφερε σε μια τυχαία συνομιλία του με έναν πρίγκιπα της δυναστείας για ένα σύστημα μνήμης, το οποίο επιτρέπει στον ασκούμενο την απο μνημόνευση με τη μορφή εικόνων τεράστιου όγκου πληροφοριών σύμφωνα με μια μέθοδο, την οποία στη μακρινή δύση αποκαλούσαν “εσωτερική γραφή”. Η μέθοδος αυτή είχε ανακαλυφθεί πριν πολλά χρόνια σε μια μακρινή χώρα της Δύσης, την Ελλάδα, από έναν ποιητή ευγενούς καταγωγής, ονόματι Xi-mo-ni-de (Σιμωνίδης)!

Η είδηση για την ύπαρξη μιας τόσο εκπληκτικής τέχνης, ενθουσίασε τους ευγενείς της πόλης Nanchang στην επαρχία Jianxi, όπου διέμενε και τον προσκάλεσαν να τους την διδάξει. Ο Ricci, ο οποίος γνώριζε τις γενικές αρχές της μνημοτεχνικής (καθώς στα πλαί σια των νομικών σπουδών που είχε παρακο λουθήσει στη Ρώμη το 1572, είχε διδαχθεί το έργο του Κικέρωνα), οργάνωσε για το πρω τότυπο αυτό “ποίμνιο” που κατάφερε επιτέ λους να συγκεντρώσει μια σειρά μνημονικών τόπων, οι οποίοι συγκροτούσαν ένα παλάτι.
Οι αίθουσες του “μνημονικού παλατιού” του Ricci διακοσμούνται από κινεζικά ιδεο γράμματα, τα οποία όμως πρέσβευαν διαφορετικές παραστάσεις της Βίβλου, προσαρμο σμένες στις κινεζικές παραδόσεις.

Βλέποντας τη μαζική ανταπόκριση των Κινέζων ευγενών στη διδασκαλία της τέχνης της Μνήμης, πολύ σύντομα συνέγραψε και μελέτη στα κινεζικά και άρχισε να περιοδεύει, κηρύττοντας μέσα από τη μνημονική τέχνη το λόγο του θεού.

Το ενδιαφέρον των Κινέζων για τον πολιτισμό που ανέ πτυξε ένα τόσο εξελιγμένο σύστημα -τον ελληνικό- οδήγησε το 1607 τον Ricci, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί στο Πεκίνο, να μεταφράσει στα κινεζικά και να εκδώσει και τα πρώτα έξι βιβλία των “στοιχείων της Γεωμετρίας” του Ευκλείδη. Τελικά, μετά από μεγάλη προσπάθεια, οι κόποι του δείχνουν να ευοδώνονται όταν, στις 8 Σεπτεμβρίου 1609, παίρνει άδεια από τον αυτοκράτορα της δυναστείας να ιδρύσει στο Πεκίνο την “Αδελφότητα της Μαρίας”. Ο Matteo Ricci πέθανε στο Πεκίνο στις 11 Μαΐου 1610. Το βιβλίο του για τη μνημονική τέχνη, φυλά χτηκε με ευλάβεια από τους ευγενείς της δυναστείας των Μινγκ και κληροδοτούμενο από γενιά σε γενιά, σώζεται ως τις μέρες μας.

Το “μαγικό” σύστημα μνήμης του Giordano Bruno

Η αναδημιουργία ενός μνημοτεχνικού συστήματος ικανού να επιτύχει την πλατω νική ανάμνηση, ήταν ένα ζήτημα, το οποίο από νωρίς απασχόλησε την κορυφαία πνευ ματική μορφή της Αναγέννησης, από την εποχή που ήταν ακόμα δομινικανός μοναχός. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε όχι η “μαγική”, όπως την αποκαλούσε, μνήμη αποτελούσε τον “κορμό” του μεγάλου δέντρου των αναζητήσεων του, με τις φιλο σοφικές, θεολογικές και κοσμολογικές του απόψεις να είναι απλά οι καρποί. Άλλωστε, εκτός από τα αμιγώς “μνημονικά” έργα του, αναφορές στην μνημονική τεχνική που χρησιμοποιούσε βρίσκουμε στο σύνολο σχεδόν των μελετών του, ενώ ολόκληρος ο φιλοσοφικός του στοχασμός φαίνεται να αποτελεί το αποτέλεσμα και την επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών μνήμης που χρησιμοποιούσε.

Η ύπαρξη στην ελληνική αρχαιότητα συλλογιστικών συστημάτων ικανών να παράγουν σχεδόν αλάνθαστα αποτελέσματα, ήταν για τον Μπρούνο αυταπόδεικτη. Αφετηρία του μνημονικού συστήματος που εισηγήθηκε, στάθηκε η ανάλυση της συλλογιστικής διαδικασίας παραγωγής ιδεών και εξαγωγής συμπερασμάτων, όπως τη συναντάμε στο έργο του Πλάτωνα. Παρατήρησε ότι η “εκμαίευση” των αληθειών από τον Σωκράτη επιτυγχανόταν ξεκινώντας από απλούς ορισμούς των εννοιών και διερευνώντας όλες τις γύρω τους. Στο κλείσιμο της αλληγο ρίας αυτής, βρίσκουμε ακόμα μία περιγραφή του μνημονικού συστήματος του Μπρούνο.

Οι ύμνοι τους οποίους χρησιμοποι εί στο έργο αυτό, παρουσιάζουν εξαι ρετική ομοιότητα με τους Ορφικούς ύμνους και αποσκοπούν, σύμφωνα με την κορυφαία ερμηνεύτρια του έργου του, Frances A.Yates, στην ψυχική προετοιμασία και τόνωση των μελετητών της μνημονικής τέχνης και στη διέγερση της φαντα σίας τους, ώστε να φτάσουν σε εγκεφαλική και ψυχική κατάσταση ετοιμότητας να “δεχθούν” τη γνώση από το Σύμπαν, με την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης. Βλέπουμε λοιπόν ότι η «ανάμνηση» δεν είναι μία απλή μηχανιστική διαδικασία, αλλά απαιτεί κατάλληλο ψυχικό υπόβαθρο…

Σύντομα, ο Μπρούνο εκδίδει και τρίτο “μνημονικό” έργο, την “Τέχνη της Μνήμης” (Are Memoriae). Φαίνεται ότι οι έρευνες του για την απεικόνιση της συμπαντικής και ανθρώπινης διάνοιας τον οδήγησαν στην υιο θέτηση μιας πιο αφαιρετικής φόρμας, με εντονότερο το στοιχείο του συμβολισμού, καθώς τόσο οι ομόκεντροι κύκλοι, όσο και οι πίνακες αναφοράς έχουν λιγοστέψει. Έχει πλέον εμβαθύνει στη “χαοτική” σκέψη και τα σύμβολα του παραπέμπουν σε αστερισμούς και σε επεισόδια παρμένα από την ελληνική μυθολο γία, θεωρώντας ότι αποτελούν γνησιότερους συμβολισμούς μεγαλύτερης δύναμης και μεστότητας νοημάτων και ότι βρίσκονται πιο κοντά στη συμπαντική σκέψη.

To Ars Memoriae έχει χαρακτηριστεί από τους μελετητές του έργου του Μπρούνο ως “μαγικό”. Αποτελεί, ωστόσο, την ευθεία προέκταση της πορείας που ακολουθεί η σκέψη του από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, από το υλικό στο πνευματικό και από το ανθρώπινο στο Συμπαντικό.

Αρκετά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, ο Μπρούνο θα επανέλθει στην προσπάθεια του να δημιουργήσει ένα σύστημα μνήμης εκφρασμένο αυτή τη φορά μέσα από εικόνες και σύμβολα, ικανών να φέρουν την ανθρώπινη ψυχή σε επαφή με την “αληθινή πραγματικότητα”, με την έκδοση των «30 αγαλμάτων» (Lampas Triginte Statuarum). Στο έργο αυτό, το οποίο έχει κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα, οι αστρολογικές παραστάσεις στις οποίες στηριζόταν η διαδικασία της “ανάμνησης”, έχουν πλέον αντικατασταθεί από μορφές αγαλμάτων, τις οποίες ο Μπρούνο χαρακτηρίζει ως “εσωτερικές εικόνες”. Θεωρεί τη φαντασία ως τον ισχυρότερο και αμεσότερο τρόπο να επι τύχει κάποιος την επαφή με τον πνευματικό κόσμο και χρησιμοποιεί τις μορφές αυτές ως πιο αποτελεσματικούς ψυχικούς συνδέσμους της φαντασίας (της ανθρώπινης διάνοιας) με το Θείο.

Πρώτη μορφή στις απεικονίσεις του είναι αυτή του Απόλλωνα που συμβολίζει το Εν και το Φως και ακολουθεί ο Κρόνος που αντιπροσωπεύει την Αρχή. Ανάμεσα στα υπόλοιπα αγάλματα βρίσκουμε τις μορφές του Προμηθέα, του Ηφαίστου, της Θέτιδος, του Γανυμήδη ή Τοξότη, του Ουρανού, της Αφροδίτης, του Έρωτα, της Αρτέμιδος και φυσικά της Αθηνάς, η οποία εκπροσωπώντας τη Σοφία, αποτελεί την ιερότερη, σύμφωνα με τον Μπρούνο, από τις Θηλυκές Θεότητες.

Εξαιρετικό, επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει στο έργο αυτό και ο πρωταρχικός δια χωρισμός του Θεϊκού στοιχείου, για το οποίο αναφέρει ότι είναι αδύνατο να αποδοθεί με κάποια μορφή άλλη από τη φυσική του, που είναι το Φως και έχει τριαδική υπόσταση. Το Θεϊκό αυτό στοι χείο, δύναται να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη διάνοια με τις έννοιες: του “Πατρός ή Νου ή της Ουσίας των Ουσιών”, του “Υιού ή της πρωταρχικής διάνοιας, της ομορφιάς και της αγάπης της δημιουργίας”, και του “Φωτός”, το οποίο αποτελεί την ψυχή του Κόσμου και όλων των πραγμάτων (anima mundi) και τη Ζωοποιό Ενέργεια του Σύμπαντος.

Η πορεία των αναζητήσεων του Μπρούνο στην αναδημιουργία των μνημοτεχνικών μεθόδων της αρχαιότητας, παρουσιάζει ιδιαί τερο ενδιαφέρον, καθώς έχοντας ως αφετηρία τις ερμητικές και πλατωνικές θεωρίες και ιδέες, καταλήγει να επαληθεύει πρακτικές αιώνων. Το μνημονικό σύστημα του Μπρούνο φαίνεχαι να επιβεβαιώνει ότι οι αφηρημένες έννοιες και οι συμβολικές εικόνες διευρύνουν την αντίληψη, αμβλύνουν τη λογική-γραμμική οκέψη και προκαλούν την κατάλληλη διανοητική κατάσταση, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στην ανθρώπινη ψυχή να επικοινωνήσει με το θείο κατά τον αμεσότερο δυνατό τρόπο.

Μερικές “τολμηρές” υποθέσεις…

Ας “ξεχάσουμε” για λίγο όλα όσα γνωρίζουμε για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και ας επιχειρήσουμε να τον ξανα-αντικρίσουμε με την αποκαλυπτική απλότητα της πρώτης ματιάς. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα ονόματα και οι ιδιότητες των αρχαίων Θεών συμπί πτουν με τα αντίστοιχα των πλανητών, ενώ η δράση τους αποτυπώνεται σε επεισόδια της Μυθολογίας, με συμμετοχή και κατώτερων θεοτήτων, τα ονόματα των οποίων πάλι, κατά “σύμπτωση”, συμπίπτουν με τα ονόμα τα και τις ιδιότητες των αστερισμών!

Σε κάποια φάση της εξέλιξης του πολιτι σμού αυτού, δημιουργείται από πρωτογενείς αποτυπώσεις των εννοιών σε εικόνες, μια αρχική μορφή κωδικοποιημένης επικοινωνίας, η οποία φθείρεται με την πάροδο των αιώνων και απλοποιείται, για να δώσει τη θέση της στους χαρακτήρες που γνωρίζουμε σήμερα ως γραφή!

Η συγκεκριμένη γραφή που αναπτύσσεται, ακριβώς οπως και οι μνημονικές εικόνες, διαβάζεται κανονικά από τα αριστερά προς χα δεξιά, αλλά και αντίστροφα. Την ίδια περίπου εποχή, οι πιο οξυδερκείς παρατηρη τές των άστρων διατυπώνουν τις αρχές της Γεωμετρίας (όπως π.χ. ο Θαλής), της Φιλοσο φίας (Ησίοδος), της Ποίησης (Όμηρος) ή των θρησκευτικών αντιλήψεων (Ορφικοί), ενώ άλλοι, οι οποίοι πιθανότητα “μαγεύτηκαν” από την αναλλοίωτη και αιώνια λάμψη των άστρων, μπορούν και “αντιλαμβάνονται” τις δονήσεις τους (Πυθαγόρας) και προσπαθούν να τις αναπαράγουν. Δημιουργείται έτσι η Μουσική (η πλησιέστερη σύμφωνα με τον Πλάτωνα τέχνη στο θεϊκό στοιχείο, καθώς είναι άϋλη), από τη μελέτη των αρχών της οποίας προκύπτουν τα Μαθηματικά. Η επι σταμένη έρευνα καθώς και η πρακτική εφαρ μογή των αρχών των μαθηματικών οδηγεί στην ανάπτυξη όλων των υπολοίπων τεχνών και επιστημών (π.χ. Γλυπτική, Αρχιτεκτονική), με αποτέλεσμα μια γενικότερη περίοδο ευημερίας και άνθισης, κατά την οποία χτί ζονται πόλεις (πάλι σε αντανάκλαση των αστερισμών. Βλ. Νίκ. Λίτσας, “Μυστικές Δια δρομές στην Άγνωστη, Ελλάδα και η Αναζήτηση, τον Πραγματικού Ομήρου”).

Όλοι αυτοί οι τομείς γνώσης (π.χ. η Αστρονομία, τα Μαθηματικά, η Φιλοσοφία, η Μουσική, η θρησκεία, οι εικαστικές τέχνες, η Ναυσιπλοΐα, η Αρχιτεκτονική, κ.α.) είναι φυσικά αλληλένδετοι μεταξύ τους, αλληλεπι δρούν και εξελίσσονται ταυτόχρονα και για την αποτύπωση τους χρησιμοποιούν την παραφθαρμένη μορφή των αρχικών “μνημο νικών” εικόνων (γραφή). Σημειώστε ότι τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου χρησι μοποιούνται για να αποδώσουν όχι μόνο τον γραπτό λόγο, αλλά και τους αριθμούς, καθώς και τους μουσικούς τόνους (νότες).

Δηλαδή, ακριβώς όπως και οι μνημονικές εικόνες, χα γράμματα αποτελούν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό “φορείς” πολλαπλών νοημάτων, αναλόγως του συστήματος σκέψης με το οποίο τα ερμη νεύουμε. Επίσης, όλες αυτές οι γνώσεις εμφανίζονται να έχουν “θεϊκή” προέλευση. (Μήπως τελικά η “συνωνυμία” άστρων, πλα νητών, αστερισμών, Θεών και μυθικών χαρακτήρων ήταν ουσιαστικά “μνημοτεχνική” ταυτοσημία;)
Απομακρυνόμενοι πλέον από τον ελληνικό χώρο, όλες αυτές οι τέχνες, οι επιστήμες και οι γνώσεις μεταναστεύουν στο λατινικό κόσμο, όπου, αποκομμένες από τις ρίζες τους, ατροφούν σε μια “σκοτεινή” περίοδο πνευματικής παρακμής και εξαθλίωσης, για να αναβιώσουν μερικούς αιώνες αργότερα, σε μια προσπάθεια αναδημιουργίας του αρχαίου κόσμου (Αναγέννηση). Την περίοδο εκείνη μάλιστα, η φωτεινότερη πνευματική μορφή (Giordano Bruno) οδηγείται μέσα από τη μελέτη των αρχαίων πηγών στην επαλήθευ ση και την επιβεβαίωση όλων των αρχών της ελληνικής σκέψης, με ιδιαίτερη έμφαση (όπως και οι Έλληνες) στην παρατήρηση και την μελέτη των άστρων.
Ολοκληρώνοντας τον μακροσκελή (και αναγκαστικά γενικευτικό) αυτό συλλογισμό, θα αποτολμήσουμε τη διατύπωση ορισμε’νων “τολμηρών” ερωτημάτων, θεωρώντας ότι το να θέτει κανείς ερωτήματα αποτελεί πολύ πιο ειλικρινή στάση από την “αφοριστική” κατάθεση απαντήσεων:

* Μήπως ολόκληρο το σώμα της αρχαίας και σύγχρονης γνώσης στηρίχθηκε στις αρχές της Τέχνης της Μνήμης, σύμφωνα με τις οποίες η μάθηση οικοδομείται με την ορθή τοποθέτηση κάθε πληροφορίας πάνω στην παλαιά γνώση;
* Μήπως είχε δίκιο ο Πλάτωνας και η γνώση που προέρχεται από το διάβασμα γρα πτών πηγών δεν ασκεί καμία απολύτως επί δραση στη διαμόρφωση της ψυχής μας, αλλά λειτουργεί ανασταλτικά στην απόκτηση της σοφίας;
* Μήπως, αντίθετα με τις απόψεις των ιστορικών και των ανθρωπολόγων, η ανάπτυξη της γραφής σήμανε την έναρξη μιας εκτεταμένης περιόδου πνευματικής παρακ μής του ελληνισμού, καθώς άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται η μνημονική Τέχνη;
* Μήπως το πραγματικό απόγειο του ελλη νικού πολιτισμού θα πρέπει να το αναζητή σουμε όχι στην κλασική εποχή, αλλά στην εκτενή προ-ομηρική περίοδο, κατά την οποία διαμορφώνονταν οι μυθικές αντιλήψεις και η γλώσσα;
* Μήπως η ταύτιση της σκέψης με μη συγκεκριμένες μορφές και εικόνες εννοιών (όπως αυτές της ελληνικής Μυθολογίας), αποδεσμεύει την ανθρώπινη διάνοια από τις από τις “αλυσίδες” της ασφυκτικά λογικής, γραμμικής πραγματικότητας και επιτρέπει την επικοινωνία με τη συμπαντική διάνοια, καθιστώντας δυνατή την πλατωνική ανάμνηση της ψυχής;
* Μήπως θα πρέπει να επιχειρήσουμε να “ξαναδιαβάσουμε” ολόκληρη την ελληνική Μυθολογία, προσπαθώντας να αποκωδικο ποιήσουμε τις “μνημονικές” της εικόνες;
* Μήπως το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε και με την αρχαία ελληνική τέχνη στο σύνολο της, προσέχοντας τόσο την ακριβή θέση της κάθε ανάγλυφης μορφής π.χ. στα αετώματα ή στις εισόδους των αρχαίων ναών όσο και τις επιμέρους της λεπτομέρειες;
* Μήπως, κάτω από το φως των νέων αυτών αποκαλύψεων, η αρχαία ελληνική μυθολογία θα έπρεπε να εισαχθεί στην εκπαί δευση και να διδάσκεται σχολαστικά, προκειμένου να αυξηθούν οι μαθησιακές, αντιληπτικές και συλλογιστικές ικανότητες των μαθητών;
* Μήπως το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να γίνει και με τις αρχές της μνημονικής τέχνης;
* Μήπως όλες αυτές οι αλήθειες κρατήθη καν επίτηδες κρυφές από το ευρύ κοινό, σε μια προσπάθεια γενικότερης πνευματικής υποβάθμισης του συνόλου από ομάδες μυημένων, ώστε να καθίσταται ευκολότερη η χειραγώγηση του; (Είναι γνωστό ότι ειδικά στην περίπτωση του Μπρούνο, οι διδασκαλίες του ποτέ δεν έγιναν ευρύτερα γνωστές, ωστόσο αποτέλεσαν το πνευματικό υπόβαθρο της οργάνωσης των Ροδόσταυρων.)
* Μήπως η επιστροφή στην εξάσκηση της Τέχνης της Μνήμης θα οδηγούσε όχι μόνο τον ελληνισμό, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μια νέα πνευματική ανάταση;

Του Χρήστου Βαγενά

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τρίτο Μάτι».

Πηγή…

.-
0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x