…τὸ μὲν αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο
ἔκλεψ’ ἀνθρώποισι Διὸς παρὰ μητιόεντος…
Ἡσίοδ. «Ἔργα καὶ Ἡμέραι», 50-53.
Τὴν ὥρα ‘κείνη τὴ γλυκειά, μέσ’ στῶν Θεῶν τὴν τύρβη,
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἴμερος καὶ ἡ γλυκειὰ ἡ Ἤβη,
Καλέσαν τὸν ἀνίκητο, τὸν ποθητὸ Μορφέα,
Νὰ ἀγκαλιάσῃ τοὺς Θεοὺς μὲ ὄνειρα ὠραῖα
Καὶ λύθηκαν τὰ μέλη τους, τ’ ἀγέραστα, τὰ θεῖα,
Γεμᾶτοι ἱερὴ τροφὴ, νέκταρ κι’ ἀμβροσία,
Μέσα σὲ θείαν ἡδονὴ καὶ μυστικὴ κραιπάλη,
Μὲ νοῦ, καρδιὰ καὶ θυμικὸ στοῦ Ὕπνου τὴν ἀγκάλη.
Κι’ ἐνὼ ὁ Ἥλιος σταύλιζε τ’ ἄλογα τὰ χρυσὰ του
Κι’ ὁ Ὄλυμπος ξεμάκραινε τὴν ὅσια σκιὰ του,
Ξεκίνησες δαιμόνιε, Πατέρα Ἰαπετίδη,
Νὰ φέρῃς τὸ τρανὸ Στοιχειὸ ἀπ’ τοὺς ἠφαίστειους δόμους,
Ἐκεῖνο ποὔμελε μετὰ νὰ φέρῃ χίλιους πόνους…
Πόνους, μαζὶ μὲ τὴν Ἰσχύ, τὸ Κάλλος τὴ Σοφία,
Στὰ ῥημαγμένα πλάσματα, ὥστε νὰ γίνουν θεῖα.
Σὲ πλάσματα ταλαίπωρα, τυφλὰ καὶ πεινασμένα,
Ποὺ τρόμαζαν στὸ ἔρεβος, στὴν ἄγνοια σκυμμένα.
Κι’ ὡς κοίταζες ξωπίσω Σου κλεφτὰ σὰν ῥοβολοῦσες,
Καὶ τὴ θεόπνοη φωτιὰ μὲς’ στὸ καλάμι κλειοῦσες,
Ἐφάνηκε σὰν νἄνοιξε ἡ Γλαυκομάτα Κόρη,
Τὰ βελουδένια βλέφαρα καὶ ἄστραψε ἡ κόρη,
Ἡ κόρη ἐκείν’ ἡ τρομερή, μὰ καὶ γλυκειὰ συνάμα,
Ποὖν’ τῶν ἀνόμων φόβητρο, τῶν ἀγαθῶν τὸ χάρμα·
Καὶ φάνηκαν σὰν γελαστὰ τὰ αὐστηρὰ τὰ χείλη,
Αὐτὰ ποὺ στὰ Μυστήρια εἶναι σφυρὶ καὶ σμίλη·
Αὐτὰ ποὺ ξεστομίζουνε ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες,
Σοφίας γνώση ἄφθιτη στοὺς θείους ὀργεῶνες·
Γιὰ νὰ ‘φανθῇ τὸ πέπλο Της μὲ σεβασμὸ καὶ κόπο,
Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ξέρουνε τὴν Τέχνη καὶ τὸν Τρόπο…
Καὶ ἄκουσες σὰν πέρναγες τὸ σύγνεφο τ’ ἀνάριο,
Τὸ λόγο Της προτρεπτικό, παρήγορο, καθάριο·
Πήγαινε φίλε Προμηθεῦ, κατέβα στὰ σκοτάδια,
Δῶσε στὰ δόλια πλάσματα τὰ δῶρα μας τὰ ἅγια.
Μὴ συλλογᾶσαι τὴν ὀργὴ τοῦ Νεφεληγερέτη,
Ὁ Ἰαπετὸς σὲ γέννησε ἀνθρώπων εὐεργέτη.
Κι’ο Προμηθεὺς ὁ Ἅγιος Κουβαλητὴς τῆς φλόγας,
Ἐνὼ ἤδη ξεμάκραινε ἀγέρωχα γελῶντας,
Ἐσήκωσε τὸ βλέμμα Του στερνὰ καὶ ἀγροικήθη,
Πρὶν βγάλει τὸν χαιρετισμὸ, ἀπὸ τὰ ἅγια στήθη.
Ἥλιε μου, πόσον ἄχρηστος κι’ ἀνώφελος θὰ ἦσουν,
Χωρὶς αὐτοὺς ποὺ σὲ τιμοῦν, γιὰ ‘κείνους ποὺ ἀνατέλεις;
Δία τρανὲ μου ξάδελφε, Κρονίδη, Μητιέτα·
Ποιὰ θἄτανε ἡ δόξα Σου σ’ ἕνα μωρῶν κοπάδι;
Ποιῶν θυσιῶν καπνὸς νὰ βγῇ ἀπ’ τῶν σπηλιῶν τὰ βάθη;
Πόσο ἀξίζ’ ἡ δόξα Σου σὰν κυβερνοῦν τὰ πάθη;
Ἡ δόξα Σου ποὺ θ’ ἀπλωθῇ στῆς Γῆς ἐκεῖ τοὺς τόπους,
Καὶ τ’ ὄνομὰ Σου θὰ ἠχῇ σεβάσμιο στοὺς ἀνθρώπους.
Θὰ βλέπῃς τὴ Σοφία Σου σπαρμένη, νὰ φυτρώνῃ.
Θὰ πιῇς πρωτόγνωρο πιοτό, στοὺς οἴκους τῶν ἀνθρώπων,
Θὰ ἐρωτευτῇς, θὰ πονιαστῇς, θὰ γλυκασθῇς, θὰ κλάψῃς.
Θὰ μοιάσῃς μὲ τὸν Ἄνθρωπο κι’ ὁ ἄνθρωπος μὲ Σένα!
Θεοί!
Δίνω τὰ δῶρα τῆς Φωτιᾶς
Τῆς Γνώσης καὶ τοῦ Κάλλους.
Σᾶς κλέβω μὲσ’ στὸν ὕπνο Σας,
Μὰ πλούσιοι θὰ ξυπνῆστε…
—
…μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν…