Η λέξη όφις είναι ομόριζη της λέξης οφθαλμός. Και οι δύο παράγονται από το θέμα *οπ- του οράω -ορώ: του βλέπω (Μέλλων ενεργ. Όπ-σομαι: όψομαι. Μέλλων παθ. Οπ-θήσομαι; οφθήσομαι, Αορ. παθ. ώφ-θην κλπ.)
Ο όφις απ’ την οπ-ή του, οπ-τάζει (βλέπει). Είναι ο αόρατος προ-ορός (-φρουρός) του σπιτιού, ο άγρυπνος θυρα-ωρός (=θυρωρός) ώρα με ψιλή = φρουρά, φυλακή) και τιμα-ωρός; τιμωρός των εχθρών του οίκου.
Η παράδοση για το «φίδι-φυλακα» του σπιτιού, του ναού, του μύλου, της αποθήκης κ.λ.π., είναι πολύ παλαιά. Οι «θεές των όφεων» φυλάνε τις μινωικές αποθήκες των ανακτόρων της Κνωσού (εκεί βρέθηκαν), όπως το ίδιο φυλάει ο Σωσίπολις, ο σωτήρας της πόλης, την Ολυμπία.
Την Αθήνα την προστατεύει ο οικουρός όφις, που ήταν μια «απεικόνιση» του Εριχθονίου φιδο-ήρωα Ερεχθέως. Όταν μάλιστα οι Πέρσες πλησίαζαν στην Αθήνα – γράφει ο Ηρόδοτος – το ιερό φίδι χάθηκε κι έτσι ο λαός τάχθηκε με την άποψη ν’ αδειάσουν την πόλη για να πάνε στην … Κούλουρη (Ηρόδ.8.4!.2.).
Ο Σωσίπολις και ο οικουρός όφις ταΐζονταν από τις ιέρειες με μελόπιτες, όπως αντίστοιχα οι παλαιοί μυλωνάδες της Σκύρου λ.χ. «… ρίχνανε μεσ’ στην τρύπα του μύλου σταφίδες, σύκα, καρύδια, για να φιλέψουν το φίδι – στοιχειό του μύλου…» (Βλ. Γ. Μέγα, Ελλην. Εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, σ.65).
Το φίδι εξ’ άλλου με το να απορρίχνει το δέρμα του, ανανεώνει την ζωτικότητά του κι έτσι γίνεται σύμβολο της αθανασίας, της δύναμης, της αναγέννησης, (με την έννοια της ανανέωσης) και της Ιατρικής.
Το δέρμα του φιδιού, που απορρίχνεται πίσω από το ερπετό, καθώς εκείνο ανανεώνεται, ονομάζεται και γήρας στα αρχαία ελληνικά !!!
Γήρας = δέρμα του φιδιού, φιδοπουκάμισο, αποβαλλόμενο δέρμα φιδιού.
Πηγή: ΕΡΕΥΝΑ-ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ