Ο φόβος των απελευθερωτικών κινημάτων
Στα τέλη του 18ου αιώνα θορυβούνται οι εκκλησιαστικοί κύκλοι από τις ζυμώσεις και ανακατατάξεις στη δυτική Ευρώπη με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, οι οποίες απειλούσαν και τη δική τους θέση εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε πατριαρχική εγκύκλιο του έτους 1793 κατά των απελευθερωτικών κινημάτων συμπεριλαμβάνεται στο όνομα του Βολτέρου το σύνολο των «πονηρών και μισάνθρωπων δαιμόνων», των διαφωτιστών φιλοσόφων. Οι δωσίλογοι θεομπαίχτες που στήριζαν το φεουδαρχισμό και την οθωμανική δεσποτεία, κατηγορούσαν τους απελευθερωτές ως δαίμονες!
Με εγκύκλιο του στους Επτανήσιους (1797) συνιστά ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (1746-1821), ο οποίος ακολουθεί πιστά τις μεταπτώσεις και τους προσανατολισμούς της οθωμανικής πολιτικής, να μην πιστεύουν στις απατηλές υποσχέσεις των δημοκρατικών Γάλλων. Μάλιστα, με «αξίωση» του Γρηγορίου, όπως αναφέρεται στην αγιολογία του Αθανάσιου Πάριου, εκδόθηκε το έτος 1798 σύγραμμα του τελευταίου με τίτλο «Χριστιανική απολογία», με την οποία υμνείται το οθωμανικό καθεστώς και κακολογούνται με απίστευτα επιχειρήματα ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση. Αργότερα συμπαρίσταται ο Γρηγόριος στους Οθωμανούς εναντίον των Άγγλων και δείχνει την υπότουρκη νομιμοφροσύνη του με μια εγκύκλιο κατά των Ρώσων. Κατά την επανάσταση (1821) επανέρχεται και καταδικάζει το κίνημα του Υψηλάντη (βλέπε επόμενα).
Το 1798, σχεδόν μια δεκαετία μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, κυκλοφόρησε από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων ποιμαντική εγκύκλιος του πατριάρχη Άνθιμου με τίτλο «Πατρική διδασκαλία για τους πιστούς και εκλεκτούς ορθοδόξους χριστιανούς», η οποία λέγεται ότι αποτελεί επίσης σύγγραμμα του Αθανάσιου Πάριου και στην οποία περιέχονταν πατριαρχικές υποδείξεις υποτέλειας προς τους υποδουλωμένους Έλληνες: «Αδελφοί… κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας… που είναι εναντίαι εις τα ρητά της θείας γραφής και των αγίων αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνον εις τα επιεικείς αλλά και τας σκολιάς, δια να έχωμεν θλίψιν εις αυτόν τον κόσμον και να παραστήσωμεν καθαράς τω Χριστώ τας αισθήσεις ημών… Παντού το φαντασιώδες αυτό της ελευθερίας σύστημα του πονηρού επροξένησε πτωχείαν, φόνους, ζημίας, αρπαγάς, ασέβειαν τελείαν και ανωφελή μεταμέλειαν … Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν» – εννοεί φυσικά την οθωμανική διοίκηση, με στόχο την μακροημέρευσή της (Χρήστος Σαρτζετάκης: «Η εκκλησιαστική διαμάχη») Ο συγκεκριμένος Άνθιμος είχε εκδώσει και διέθετε σε κάθε ενδιαφερόμενο ορθόδοξα συγχωροχάρτια, ήδη από το έτος 1789, τη χρονιά που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση (Φίλιππος Ηλιού).
Το ίδιο έτος, 1798, εφιστά ο προαναφερθείς Γρηγόριος Ε’, εγγυητής της μονίμου υποταγής των ραγιάδων στους Οθωμανούς, με εγκύκλιό του προς τους αρχιερείς την προσοχή τους για τον «κίνδυνο» από την κυκλοφορία του «Συντάγματος του Ρήγα»: «Διά της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής επιστολής δηλοποιούμεν τή αρχιερωσύνη σου, ότι συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν ρωμαϊκήν, επιγραφόμενον “νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης των μικρών εν τή μεσογείω νήσων και της Βλαχομπογ-δανίας” και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους. και διά τούτο γράφομεν τή αρχιερωσύνη σου να επαναγρυπνής, εις όλα τα μέρη της επαρχίας σου με ακριβείς ερεύνας και εξετάσεις, όταν εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα, ως άνωθεν, εις τύπον ή χειρόγραφον, να συνάξης πάντα τα διασπειρόμενα, και να τα εξαποστέλλης εις ημάς εν τάχει, μή επιμένων τα πλείονα, αλλ’ αμέσως όσα άν εμπίπτωσι κατά μικρόν να εξαποστέλλης. και πρόσεχε, αδελφέ, ινα μη φανής παραμελών εις την τοιαύτην ποιμαντικήν και άγρυπνόν σου ταύτην αρχιερατικήν επιστασίαν, και εκ της επαρχίας σου εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα διασπειρόμενον και δεν το φανερώσης πρός ημάς και εξαποστείλης τα τοιαύτα, αλλά δι’ άλλου τινός ή σταλθή ενταύθα ή ακουσθή, ότι αποδεικνύεις σεαυτόν ανίκανον, και του ποιμαντικού χρέους ελλειπέστατον και αγρήγορον, και εκ τούτου υποπίπτεις εις ανυποληψίαν και ποινήν παρά Θεού και της εκκλησίας εξ αποφάσεως. Οθεν εντελλόμεθά σοι σφοδρώς να εγρηγορής όλαις δυνάμεσιν, εν πάσι τοίς μέρεσι της επαρχίας σου, και κώμαις και χωρίοις παραλίοις και μεσογείοις, να μήν παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τώ χριστιανικώ εμπιστευθέντι σοι λαώ, όπερ να μήν εμφανισθή πρώτον τή αρχιερωσύνη σου, ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοίς δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον.» («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ια’). Μερικά χρόνια αργότερα, στην περίοδο της δεύτερης πατριαρχίας του (1806-1808) έθεσε ο ίδιος Γρηγόριος σε κυκλοφορία τα πρώτα έντυπα ορθόδοξα συγχωροχάρτια της Κων/πόλεως, αξιοποιώντας το πατριαρχικό τυπογραφείο (Φίλιππος Ηλιού).
Αλλά και εκτός του κύκλου των ανώτερων ιερωμένων επικρατούσε σε καιρούς οθωμανικής κυριαρχίας το μεσαιωνικό πνεύμα. Ο Αναστάσιος Γόρδιος (1654-1729), ένας διανοούμενος της ορθόδοξης εκκλησίας, σταθερά προσανατολισμένος στη μισαλλοδοξία του παρελθόντος, έγραφε στα τέλη του 17ουαιώνα, με την οθωμανική αυτοκρατορία στο απόγειο της δύναμής της: «Κάλλιο να τυραννούνται σωματικώς (=αναφέρεται στους Έλληνες) και να πιστεύουν εις Χριστόν, παρά να εύρουν άνεσιν σωματικήν (εννοεί όντας ελεύθεροι) και να πιστεύουν εις τον Αντίχριστον Πάπαν»!
Ο δε Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) εκλαΐκευε με αφέλεια τις φιλότουρκες απόψεις, παγιδευμένος στη θρησκοληψία: «Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα (=δυτικά κράτη) εδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, ενώ ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Χρήματα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…» Άρα ο «Τούρκος» δεν ήταν κατακτητής αλλά υποτακτικός, φύλακας του «Έλληνα» και μάλιστα με θεϊκή μεθόδευση!
Με τον πάπα και τη δυτική επιρροή ως έμμονη ιδέα και εφιάλτη της καθημερινότητας των θρησκόληπτων, οδηγήθηκαν οι λαοί της Ρωμανίας και μαζί τους ο ελληνικός, από το βυζαντινό Μεσαίωνα στην υποδούλωση και παρέμειναν στην πνευματική υποτέλεια για 400-500 χρόνια. Σημαντικό και μακράς εμβέλειας αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν, στα πλαίσια της αλληλεπιδράσεως δύο πολιτισμικών παραδόσεων που βρίσκονται σε αναγκαστική συμβίωση, η σταδιακή αναβάθμιση των τούρκικων πληθυσμών και η υποβάθμιση, ο εκτουρκισμός της νοοτροπίας, των εθίμων και του πολιτισμού του Ελληνισμού.
Άλλη συνέπεια με επίσης μακροπρόθεσμες πολιτιστικές επιπτώσεις ήταν η απουσία για όλο αυτό το χρονικό διάστημα επιστημονικής, τεχνολογικής και καλλιτεχνικής παραγωγής στο χώρο της τέως ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο)!
Στα τέλη του 18ου αιώνα περιγράφει επιφανής Ευρωπαίος περιηγητής τα μέλη του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον ελληνόφωνο χώρο ως μία σπείρα αναλφάβητων που συμμετέχει σε εγκλήματα και πλουτίζει! Γράφει ο Choiseul Gouffier (1752-1817), φιλέλληνας περιηγητής και πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κων/πολη στο βιβλίο του «Voyage Pittoresque de la Grece»: «Όλη η Ελλάδα είναι γεμάτη από μοναχούς, από τους οποίους σχεδόν κανένας δεν γνωρίζει ανάγνωση… Έχουν καθυποτάξει τη μωροπιστία των συμπολιτών τους και τους εξουσιάζουν όπως εκείνοι θέλουν, συχνά όντας συνένοχοι στα εγκλήματα του λαού, τα μοιράζονται μαζί του και επωφελούνται από τα κέρδη … Δεν υπάρχουν πειρατές που να μην έχουν μαζί τους ένα καλόγερο ή ένα παπά, προκειμένου να τους συγχωρήσει τα κρίματά τους τη στιγμή που τα διαπράττουν.»
Επίσης:
«Ανεβήκαμε στο μοναστήρι (της Πάτμου). Εκεί με υποδέχτηκε ο ηγούμενος… Ζήτησα να μου δώσει επεξηγήσεις σχετικά με κάποια χειρόγραφα… Γεμάτος αλαζονεία μου απάντησε ότι δεν ήξερε να διαβάζει…» Ακόμα:
«Οι Έλληνες ιερείς δεν παραλείπουν να πουλούν το φάρμακο αυτό (χώμα που καταπολεμά χιλιάδες αθένειες και είναι θαυματουργό απέναντι στο πονηρό πνεύμα), όπως ακριβώς κάνουν με την άφεση αμαρτιών…» (Οι περιηγήσεις του Σουασέλ Γκουφιέ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ της Ελευθεροτυπίας). Οι κληρικοί και μοναχοί που προβάλλονται σήμερα (και ίσως υπήρξαν κάποτε) ως αντιγραφείς, φύλακες και διασώστες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κατέληξαν μαζί με το λαό στο έσχατο σκαλοπάτι του αναλφαβητισμού και εμπορεύονταν την άφεση αμαρτιών – οι πατριάρχες με ορθόδοξα συγχωροχάρτια και οι καλόγεροι με θαυματουργές σκόνες …
Στην «Ελληνικήν Νομαρχίαν» (1806) του Ανωνύμου του Έλληνος περιγράφεται η κατάσταση μορφωτικής και πευματικής υποβάθμισης ως εξής: «Αι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν».
Όταν πύκνωναν τα σύννεφα των εξελίξεων στη Βαλκανική που ξέσπασαν, τη δεκαετία του 1810 με τη σέρβικη και τη δεκαετία του 1820 με την ελληνική επανάσταση, το οικουμενικό πατριαρχείο Κων/πόλεως «βομβάρδιζε» τους ορθόδοξους πιστούς με εγκυκλίους, με τις οποίες τους ζητούσε να αποκηρύξουν κάθε επαναστατική δραστηριότητα και τους προέτρεπε, εάν τυχόν είχαν εξεγερθεί, να καταθέσουν τα όπλα και να δηλώσουν πλήρη υποταγή και ευπείθεια εις την «θεόθεν (=από θεού) βασιλείαν» του σουλτάνου, διότι «πας ο αντιτασσόμενος αυτή τη θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένη κραταιά Βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν» (=όποιος αντιστέκεται σ’ αυτή την ισχυρή βασιλεία που ορίστηκε πάνω μας από το θεό, αντιστέκεται στη διαταγή του θεού)!
Εγκύκλιοι με τέτοιο περιεχόμενο απέστειλαν τρεις ο πατριάρχης Προκόπιος Α’ του Ριζομάντου (στα έτη 1787, 1788 και μία αχρονολόγητος), τρεις ο πατριάρχης Νεόφυτος Ζ’ (στα έτη 1789 και 1799) και μία ο Πατριάρχης Καλλίνικος Δ’ το έτος 1801. Να σημειωθεί δε ότι παρόμοια περί υποταγής στο σουλτάνο εγκύκλιο είχαν απευθύνει οι δύο τελευταίοι προ της επαναστάσεως του 1821 πατριάρχες Ιερεμίας Δ’ και Κύριλλος ΣΤ’, αμέσως μετά την άνοδό στους στον πατριαρχικό θρόνο (Χρήστος Σαρτζετάκης) Μάλιστα, η τελευταία από αυτές τις εγκυκλίους αποτέλεσε αφορμή για να ξεσηκώσει ο μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος το θρησκόληπτο όχλο της πόλης με στόχο την κατάργηση του Φιλολογικού Γυμνασίου, στο οποίο διδάσκονταν «ιδέες του Διαφωτισμού».
Αν θεωρηθεί αυτό χρήσιμο, καταγράφουμε εδώ το κείμενο του όρκου που διάβαζαν και υπέγραφαν οι πατριάρχες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως προκύπτει από επιστολή του πατριάρχη Διονύσιου το έτος 1663, ως εξής: «Ομολογώ δια της παρούσης μου εγγραφής, ίνα φυλάττω προς σε τον κραταιόν αυτοκράτορα βασιλέα (=εννοεί τον σουλτάνο), καθαράν πίστιν και εύνοιαν και θα χρεωστώ τούτο από φυσικού και νομίμου χρέους και ίνα υπάρχω εις τον ορισμόν και εις το θέλημα και εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου και κατά παντός ανθρώπου εναντιουμένω τω παρόντι όρκω.» και στη συνέχεια συμβουλεύει τον αποδέκτη της επιστολής και «εις την βασίλισσαν και εις τα βασιλίδια (=πρίγκιπες) αυτών τον όρκον απευθύνει» (Καλλ. Δελικανή: «… Τα σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου…», Κων/πολη 1904). Επειδή δε οι σουλτάνοι είχαν χαρέμια και, προφανώς, καθένας εξ αυτών πάμπολλα παιδιά, ο χριστιανός πατριάρχης ορκιζόταν υποταγή με το προαναφερθέν αναξιοπρεπές κείμενο σε ένα απροσδιόριστο πλήθος προσώπων της Αυλής του σουλτάνου.
Η τουρκοκρατία, μέρος VII
Τελευταίες φιλότουρκες εκδηλώσεις
Πέρα από τις εγκυκλίους, ο οικουμενικός πατριάρχης Καλλίνικος Ε’ αφόρισε το έτος 1805 εκείνους που συμμετείχαν στην Ελλάδα σε σώματα κλεφτών και αρματολών. Το 1821 αφόρισε ο οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες της Μολδοβλαχίας. Μεταγενέστεροι παράγοντες δικαιολογούν αυτή την ενέργεια του Γρηγορίου με κάποια επικείμενη «σφαγή» των Ελλήνων της Κων/πολης η οποία, δήθεν, απετράπη τελικά με την έκδοση του αφορισμού! Αυτή είναι βέβαια μια περίεργη δικαιολογία, δεδομένου ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν κράτος δικαίου, ώστε να δεσμεύεται ο σουλτάνος από οποιεσδήποτε προφορικές ή γραπτές βεβαιώσεις, αν υπήρξαν αυτές, περί μη σφαγής. Αλλά και παρά τους αφορισμούς των επαναστατημένων, δολοφονήθηκε ο Γρηγόριος και έγιναν, με κάθε αφορμή, σφαγές και λεηλασίες στην Πόλη, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες και αλλού. Άρα, δεν εξυπηρέτησαν σε τίποτα οι αφορισμοί, πέρα από την ηττοπάθεια που προκάλεσαν στο λαό και την επιβεβαίωση υποταγής του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην οθωμανική εξουσία.
Κατά μία άλλη εκδοχή «… o Αλή Πασάς (Μπενδερλή) … διέταξε και κρέμασαν εν τη μεσαία του Πατριαρχείου Πύλη τον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε’ … μάλλον προς αντεκδίκησιν, διότι οι Έλληνες συλλάβοντες τον Μολλάν της Μέκκας, δια θαλάσσης επανερχόμενον εν πλήρει των γεγονότων αγνοία εις Κωνσταντινούπολιν εξ Αλεξανδρείας, τον φόνευσαν σκληρότατα μεθ’ όλης του της οικογενείας» (Σκαρλάτος Βυζάντιος: «Κωνσταντινούπολις», τόμος β’, σελίς 490, 1862). Ανεξάρτητα από τα πραγματικά αίτια για τη δολοφονία του πατριάρχη, λογικότερη ερμηνεία του «αφορισμού της επανάστασης» εκ μέρους του εκκλησιαστικού ιερατείου είναι λοιπόν ότι οι αντιοθωμανικές κινήσεις στο βαλκανικό χώρο ενοχλούσαν το «βολεμένο» με την τουρκοκρατία εκκλησιαστικό μηχανισμό ο οποίος, ακόμα και μέχρι των ημερών μας, αναφέρεται συχνά σε πατριαρχικό επίπεδο στην προεπαναστατική «ειρηνική συμβίωση των δυνάμεων του Γένους» υπό τον σουλτάνο. Και δεν πρέπει να παραβλέπεται ποτέ ότι, είτε ίσχυε η «ειρηνική συμβίωση» είτε η (εκ των υστέρων καταγγελλόμενη) καταπίεση, αυτά ήταν συνέπεια συνειδητής δωσιλογικής επιλογής των εκκλησιαστικών παραγόντων του 15
ου αιώνα (Σχολάριος κ.ά., βλέπε προηγούμενα).
Ο οικουμενικός πατριάρχης Ευγένιος Β’, διάδοχος του Γρηγορίου Ε’, «σχεδόν αγράμματος, αλλά τολμηρός και θρασύς εις το λέγειν», όπως τον χαρακτηρίζουν οι Ιστορικοί, είχε κατηγορηθεί και ως καταδότης των επαναστατών στους Τούρκους. Με πολλές εγκυκλίους του στην εποχή από Αύγουστο 1821 έως και Ιανουάριο 1822, καλεί τους επαναστατημένους Έλληνες να μετανοήσουν και να δηλώσουν υποταγή και ευπείθεια στο σουλτάνο: «Μεγάλαι ήσαν αι εύνοιαι (…) και το έθνος υμών αντικείμενον της πατρικής μερίμνης του Σουλτάνου, όφειλε να ευλογή τον μονάρχην, όστις κυβερνά τον λαόν αυτού καθ’ υπόδειγμα της θείας ευσπλαχνίας (…) Αλλά φευ αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί μέγα μέρος των Ελλήνων, παριδόντες το καθήκον της ευγνωμοσύνης, ετόλμησαν να φέρωσιν όπλα εναντίον του γαληνοτάτου και κραταιοτάτου ημών ηγεμόνος». Για όσους δε δεν «μετανοήσουν» εκτοξεύει ο συγκεκριμένος πατριάρχης απειλές κατά της ζωής, της περιουσίας, της οικογένειας και της πατρίδας τους και, πέρα από αυτά, κυρώσεις χωρίς έλεος, που θα τους επιβάλει ο Οθωμανός κυρίαρχος, ενώ «θα τους τιμωρήσει αμείλικτα και ο θεός» (Δημ. Σοφιανού «Εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη …») Προφανώς, το αποκορύφωμα της πολιτικής θεολογίας της Ορθοδοξίας του 19ου αιώνα!
Ακόμα και μετά τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα και τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, έστειλε ο τότε Πατριάρχης Αγαθάγγελος Α’ το Φεβρουάριο 1828 εγκύκλιο, με την οποία καλούσε τους κατοίκους της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους που είχαν απελευθερωθεί, να μετανοήσουν, να δηλώσουν υποταγή στο σουλτάνο και να επανέλθουν υπό τον οθωμανικό ζυγό! Μία πατριαρχική αντιπροσωπεία που ήλθε ειδικά στην Ελλάδα επέδωσε ιδιοχείρως την εγκύκλιο στον πρώτο κυβερνήτη του νεοελληνικού κράτους, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος φυσικά την απέρριψε χωρίς συζήτηση (Χρήστος Σαρτζετάκης).
Με όλα αυτά, οι λαοί που κατάφεραν στις αρχές του 19
ου αιώνα να αποτινάξουν σε μικρά τμήματα της παλιάς Ρωμανίας τον οθωμανικό ζυγό, είχαν χάσει πια την Αναγέννηση, είχαν χάσει τη θεσμική οικονομική επανάσταση του 17ου αιώνα (δημιουργία κεφαλαιαγορών, χρηματιστηρίων και πολυεθνικών ανωνύμων εταιρειών), δεν γνώρισαν το Διαφωτισμό και τη βιομηχανική επανάσταση και βρίσκονταν το έτος 1830 πολιτισμικά και πνευματικά, χωρίς καταγωγή, παρελθόν και συνέχεια, σε πλήρη μορφωτική ένδεια – κατάληξη μιας αποστολής που εκτέλεσε «επιτυχώς» επί μιάμιση χιλιετία ο εκκλησιαστικός μηχανισμός. Τη χρονιά που ξεκίνησε η λεγόμενη εθνική παλιγγενεσία, δύο Ελληνίδες αδελφές αλληλογραφούσαν ως εξής (από επιστολή που βρίσκεται στο Αρχείο Χατζηγιάννη Μέξη, Ιστορικό Αρχείο Σπετσών):
«Της ενδοξοτάτις και ποληχρονεμενης
εζλι χανουμς
ΑνάπλιΕνδοξοτάτη και πολυχρονεμένη χανούμ αμελέ μου
Ακριβος χερετο και ροτο δια το χαΐρι σου
Χανουμου αμελε μου σουλεγο μεπολιβηα οτι
κατατοπαρον τινηγιαν καλος εχουμε προστινορα
καιμεαλονμουγραμα σουεγραψα
κιαντολαβες ουτεν ηξευβρο
ομοσγραψε μου διατινιγιανσου
ταπαντα σεχερετο
1821 απριλ. 4
Αδελφισου
Αχαμπημπι
Χανουμ γιαερ»
Επίσης ενδεικτικές της οπισθοδρόμησης που είχε επιβληθεί στους ελληνικούς πληθυσμούς κατά το βαλκανικό Μεσαίωνα είναι οι αντιδράσεις που προέκυψαν στις πρώτες δεκαετίες του ελεύθερου ελληνικού κράτους κατά διαφόρων «νεωτερισμών» που εισάγονταν από τη Δύση, όπως της πατατοφαγίας (έργο των Αλούτερων = Λουθεριανών!), κατά του εμβολιασμού (βούλα του διαβόλου), κατά των ατμοπλοίων (καρότσες του σατανά), κατά του πανεπιστημίου (διαβολοεπιστήμιο), κατά του δικαστικού συστήματος (γυφτόσπιτα),κατά των Τραπεζών (τους έβαζαν βόμβεςγιατί τους χάλαγαν τις τοκογλυφίες, όπως ο Μακρυγιάννης κ.ά.), τις οποίες αντιδράσεις καθοδηγούσε ο εκκλησιαστικός μηχανισμός ή το πιο οπισθοδρομικό τμήμα του.
Το 1830 έγραφε ο Αδαμάντιος Κοραής, τον οποίο μέχρι σήμερα αναθεματίζουν οι παπάδες: «Η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστήθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις χριστιανούς νεκροθάπτας». Αυτή η πολιτισμική υστέρηση έναντι της Ευρώπης των βαλκανικών λαών και ειδικότερα της ελληνικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα επιμελημένης προσπάθειας του εκκλησιαστικού μηχανισμού, συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας και είναι εμφανής σε πάμπολλες εκδηλώσεις.
(Stelios Frangopoulos, Στέλιος Φραγκόπουλος)