Η ανθελληνική, προδοτική στάση της εκκλησίας στην επανάσταση του 1821

Η ανθελληνική, προδοτική στάση της εκκλησίας στην επανάσταση του 1821


0 0 ψήφοι
Article Rating
[taxopress_postterms id="1"]

 

Η τουρκοκρατία, μέρος I

Με την απόδοση της πτώσης του Βυζαντίου στις αμαρτίες του λαού και με τις «προφητείες» ότι το κράτος θα επανακάμψει με την αναστροφή του αιτίου, όταν δηλαδή «μετανοήσουν οι αμαρτωλοί Ρωμιοί» (Γεώργιος Ερμώνυμος- Χαριτώνυμος), η μεν ηγεσία (πατριαρχείο) αποκτούσε ελευθερία κινήσεων στο νέο έργο της για διατήρηση του λαού στην υποταγή, ο ίδιος ο λαός όμως που δεν θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για τους τυχοδιωκτισμούς της εξουσίας, συνέχισε την μικρασιατική πρακτική, να προσχωρεί δηλαδή με κάθε αφορμή στη θρησκεία του ισχυρού, άλλοτε για να απαλλαγεί από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) και άλλοτε για να συμμετέχει στη διανομή θέσεων στη διοίκηση του οθωμανικού κράτους. 

Σύγχρονοι Τούρκοι Ιστορικοί θεωρούν ότι η «ανατολική αυτοκρατορία» συνέχισε να υπάρχει και μετά το 1453, με υποκατάσταση στη διοίκηση του κράτους των Ελληνόφωνων από τους Οθωμανούς, όπως είχαν υποκαταστήσει πριν από κάποιους αιώνες, με άλλες διαδικασίες, οι Ελληνόφωνοι τους Ρωμαίους ηγέτες. Η εγγύηση και νομιμοποίηση γι’ αυτή τη συνέχεια προερχόταν από τη διαχρονική συνεργασία του χριστιανικού εκκλησιαστικού μηχανισμού με την πολιτική εξουσία, μόνο που τώρα λειτουργούσε παράλληλα και ο μωαμεθανικός θρησκευτικός μηχανισμός και η συναλληλία είχε πλέον τρεις συντελεστές. Το θεμελιώδες που άλλαξε με βεβαιότητα πλέον είναι ότι, με την επικυριαρχία των Οθωμανών που διέθεταν σχετικά πενιχρό πολιτισμικό παρελθόν και δεν τους απασχολούσε η μόρφωση, ούτε καν για τους μωαμεθανούς υπηκόους, ήταν εξασφαλισμένη η περαιτέρω μορφωτική υποβάθμιση των λαών της Ρωμανίας – ανάμεσά τους και του ελληνικού (στη φωτογραφία αριστερά, ψηφιδωτό στο πατριαρχείο, στο οποίο Σουλτάνος και Σχολάριος ανταλλάσσουν έγγραφα). 

 
Αυτή η συνέχεια του Βυζαντίου στην οθωμανική εξουσία φαίνεται να πέρασε και στην αντίληψη του πληθυσμού, γιατί ακόμα στις αρχές του 19ου αιώνα οι απλοί άνθρωποι ανέφεραν π.χ. «βυζαντινό στόλο» και εννοούσαν τον τουρκικό (βλέπε Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»). Η υιοθέτηση του ονόματος «Βυζάντιο» και η μεταλλαγή του από την αρχική απαξιωτική, όπως είχε εισαχθεί από την εποχή της Αναγεννήσεως, σε θετική έννοια, έγινε από την ελλαδική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα για να πλεχτεί ευκολότερα η μυθιστορία περί ανεξάρτητου και αυτόνομου μεσαιωνικού ελληνικού κράτους (ή και αυτοκρατορίας, ακόμα καλύτερα!)
 
Περίπου 10 αιώνες μετά την επιβολή του χριστιανισμού σε βάρος των εθνικών θρησκειών, αντιστράφηκαν λοιπόν οι ρόλοι και το 15ο αιώνα αναπτυσσόμενη και διαδιδόμενη θρησκεία με κρατική υποστήριξη ήταν τώρα ο μωαμεθανισμός, ενώ ο χριστιανισμός βρισκόταν πλέον και στα Βαλκάνια σε υποχώρηση! Ένα τμήμα του πληθυσμού της σημερινής Ελλάδας εξισλαμίστηκε (Κρήτη, Εύβοια, Κοζάνη, Κιλκίς κ.ά.). εκτιμάται μια σχέση 80-20 μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών σε όλη τη Βαλκανική. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η συνήθης φιλοχρηματία των ανώτερων κληρικών προκάλεσε στο ορθόδοξο ποίμνιο την προσχώρηση στο Ισλάμ από «αντίδραση και απελπισία» (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού).
 
Ειδικότερα στην Κρήτη, στην οποία εκτός από στρατιωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ αξιόλογος όγκος τούρκικου πληθυσμού, ο εξισλαμισμός είχε φτάσει σε απίστευτους για τη σημερινή αντίληψή μας και για την καθοδηγούμενη σύγχρονη «ελληνο-ορθόδοξη υπερηφάνεια» αριθμούς. ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής, ο εξισλαμισμός των Κρητών ήταν εντυπωσιακός. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα (Ηράκλειο), οι εξισλαμισμένοι ανέρχονταν σε 60.000, ενώ στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ. 

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Στα μέσα του 18ου αιώνα, η πλειοψηφία των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι, αλλά κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αντιστράφηκαν οι εξελίξεις: με τη σταδιακή εδαφική υποχώρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την προοπτική ένωσης της Κρήτης με το ελληνικό κράτος, αυξήθηκε σημαντικά ο χριστιανικός πληθυσμός (Λιλή Μακράκη). Πάντως, στις αρχές του 20ου αιώνα στο Ρέθυμνο υπήρχαν αισθητά περισσότεροι μουσουλμάνοι παρά χριστιανοί, πράγμα που επιβεβαιώθηκε 20 χρόνια αργότερα όταν, με την ανταλλαγή των πληθυσμών κατά το 1923 σε εφαρμογή της ελληνο-τουρκικής συμφωνίας της Λοζάνης, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη του Ρεθύμνου περί τα 2/3 του πληθυσμού της ως μωαμεθανοί, σχεδόν όλοι ελληνόφωνοι (στη φωτογραφία δεξιά, επίσκοπος ταξιδεύει συνοδευόμενος από διάκους και γεννίτσαρους).

Η εξάλειψη του χριστιανισμού και στο βαλκανικό χώρο θα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, όπως συνέβη στη Μ. Ασία (90% μωαμεθανοί στο τέλος του 15ου αιώνα), αν δεν είχε περιορίσει με φιρμάνι ο σουλτάνος (Σελήμ Β’, 1566-1574) τις συνεχείς προσχωρήσεις στο μωαμεθανισμό, επειδή μειωνόταν ο φορολογητέος πληθυσμός (20-30% του οθωμανικού προϋπολογισμού ήταν το τζίζιε από αλλόθρησκους). Αυτές οι προσχωρήσεις γίνονταν μερικές φορές με εξαναγκασμό, παρ’ ότι λειτουργούσε το «σύστημα ανεκτικότητας των μιλέτ» (Φ. Μαλιγκούδης) που είχαν εγκαθιδρύσει οι Οθωμανοί. Συχνότερα προσχωρούσαν όμως χριστιανοί στο μωαμεθανισμό έναντι περιουσιακών και επαγγελματικών ανταλλαγμάτων.

 
Με το σύστημα των μιλέτ, αρμόδιο και υπεύθυνο για κάθε ενδοχριστιανική υπόθεση (π.χ. εκπαίδευση, ληξιαρχικές υποθέσεις, ειδική φορολόγηση κ.ά.) που δεν σχετιζόταν με τους Οθωμανούς, ήταν το Πατριαρχείο. Η προβαλλόμενη σήμερα «διάσωση της ελληνικής γλώσσας» από την Εκκλησία (αλλά τότε και της βουλγαρικής, της σέρβικης, αρμένικης, γεωργιανής κ.ά.) ήταν ανειλημμένη αρμοδιότητα από τις συμφωνίες του Σχολάριου- Γεννάδιου με τους Οθωμανούς και όχι αυτοθυσιαστική προσφορά του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον Ελληνισμό! 
 
Πέρα απ’ αυτό, χρήσιμο είναι να αναλογιστούμε ότι «διασώθηκαν» επίσης τα αλβανικά, τα εβραϊκά, τα κουρδικά, τα αραβικά και άλλες γλώσσες μη χριστιανικών λαών που βρέθηκαν για αρκετούς αιώνες υπό τον έλεγχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προφανώς χωρίς καμιά συμβολή της ορθόδοξης ή άλλης χριστιανικής εκκλησίας. Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι λοιπόν ότι οι γλώσσες κατακτημένων λαών δεν διασώζονται από τις ενέργειες κάποιου μηχανισμού, ιδίως όταν ο συγκεκριμένος μηχανισμός βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τους κατακτητές, αλλά από τις ανάγκες επικοινωνίας που εξυπηρετούν αυτές οι γλώσσες. Όταν εκλείψουν οι ανάγκες, εξαφανίζονται και οι γλώσσες.
 
 

Η τουρκοκρατία, μέρος IV

Ο Νεοελληνικός «Διαφωτισμός» α’

Στην οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν το μορφωτικό επίπεδο του λαού, ανεξαρτήτως εθνικής και θρησκευτικής προελεύσεως, στο απόλυτο μηδέν, δεδομένου ότι η παιδεία δεν αποτελούσε στόχο των Οθωμανών, ούτε για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ειδικότερα για τις περιοχές με ελληνόφωνους πληθυσμούς περιγράφεται στην «Ελληνικήν Νομαρχίαν» (1806) του Ανωνύμου Έλληνος η κατάσταση μορφωτικής και πνευματικής ένδειας ως εξής: «Αι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν».
 
Ο Ελληνισμός που βρισκόταν κατά την ύστερη Αρχαιότητα στην πολιτισμική πρωτοπορία, είχε καταλήξει στο ύστατο σκαλοπάτι της αμάθειας, μετά από επιτυχείς προσπάθειες πολλών αιώνων των «πατέρων» και των διαφόρων «φωτισμένων» εκκλησιαστικών ηγετών, οι οποίοι συγκάλυπταν επί 11-12 αιώνες την καλλιέργεια και προώθηση ιδιοτελών και δωσιλογικών στόχων με το αναμάσημα αρχαιοελληνικών κειμένων και το «σχολιασμό» φιλοσοφικών ιδεών του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. 
 
Μετά την οριστική κατάλυση του βυζαντινού κράτους οι μαθητές στον ελληνόφωνο χώρο δεν φοιτούσαν σε κάποιο οργανωμένο σχολείο, αλλά μαθήτευαν κοντά σε δάσκαλο, συνήθως κληρικό. Τα μαθήματα γίνονταν όποτε ήταν διαθέσιμος ο δάσκαλος, ο οποίος πληρωνόταν από τους μαθητές. Αυτού του είδους η εκπαιδευτική διαδικασία δεν απείχε πολύ από εκείνη της βυζαντινής εποχής. Από το 17ο αιώνα άρχισε όμως σταδιακά, με επιρροή από τη Δύση, να δίδεται εκπαίδευση σε εκκλησιαστικές σχολές, αρχικά για την εκπαίδευση κληρικών, οι οποίοι αποκτούσαν έτσι κάποια «επάρκεια στην ανάγνωση, ίσως και στη γραφή» (Ι. Συκουτρής: «Εμείς και οι Αρχαίοι»), αργότερα και για την κατάρτιση εμπόρων και βιοτεχνών. Αυτές οι Σχολές λειτουργούσαν με βάση τα προνόμια του μιλέτ που είχαν παραχωρήσει οι Οθωμανοί στο Πατριαρχείο.
 
Στο τέλος του 18ου αιώνα είχαν πληθύνει αυτά τα σχολεία, ώστε όλες οι ευημερούσες πόλεις είχαν τουλάχιστον μία Σχολή (Γιάννενα, Αθήνα, Δημητσάνα, Χίος, Πάτμος, Αθωνιάς Σχολή, Μεσολόγγι, Σμύρνη, Κυδωνιές κ.ά.) Παράλληλα λειτουργούσαν και Σχολές στον ελληνόφωνο χώρο εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Ιόνιος Ακαδημία στα Επτάνησα και άλλες. Στις σχολές δίδασκαν αρχικά δάσκαλοι-κληρικοί παραδοσιακής παιδείας, αλλά από το 18ο αιώνα έπαιρναν τη θέση τους όλο και συχνότερα νεωτεριστές, οι λεγόμενοι σήμερα «Δάσκαλοι του Γένους». Κατά κανόνα επρόκειτο για εκπαιδευτικούς, επίσης κληρικούς, που είχαν επηρεαστεί από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στη Δύση.
 
Οι γνώσεις έπρεπε πλέον το 17ο και 18ο αιώνα να εισαχθούν από την «καταραμένη Δύση», όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και για θέματα της Αρχαιότητας αλλά και του Βυζαντίου, μέχρι των ημερών μας. Το πατριαρχείο προσπαθούσε να συντηρήσει την παιδεία στα παραδοσιακά θεοκρατικά πλαίσια, οι φωτισμένοι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονταν να την εξελίξουν και να την αναπλάσουν. Τέτοια εκπαιδευτικοί ήταν οι Γεώργιος Σουγδουρής, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ευγένιος Βούλγαρις, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Νικηφόρος Θεοτόκης κ.ά. 
Η Σχολή της Χίου, ιδρυθείσα το 1792, όπως είναι σήμερα.

Οι προσπάθειες των ανανεωτών δασκάλων για μεταρρύθμιση στην παιδεία και βελτίωση των παρεχόμενων γνώσεων, ώστε να ξεφύγει ο λαός από τη διαδεδομένη θεοπληξία, συνοδεύονταν ταυτόχρονα από τη διάδοση μηνυμάτων για απελευθέρωση των υπόδουλων από τον οθωμανικό ζυγό.

 
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται -κατά μερικές απόψεις μάλλον υπερβολικά- ως Νεοελληνικός Διαφωτισμός, στη διάρκεια του οποίου τέθηκαν οι βάσεις, αφενός για τη δημιουργία ενός υποτυπώδους εκπαιδευτικού συστήματος στον ελληνόφωνο χώρο, αφετέρου για τη διάδοση της ιδέας της εθνικής «παλιγγενεσίας»! Βέβαια, η παλιγγενεσία είναι μεταγενέστερη έννοια, αφού ενιαίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν είχε προϋπάρξει ποτέ στην Ιστορία. Με τη σταδιακή μετατροπή όμως διαφόρων θέσεων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού σε ιδεολογήματα εθνικής κατανάλωσης, τέθηκαν οι ιδεολογικές βάσεις για να αντιμετωπιστεί η «αυτοκρατορική αντίληψη» του εκκλησιαστικού μηχανισμού. 
 
Η ένσταση περί υπερβολής στο χαρακτηρισμό «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» σχετίζεται με το γεγονός ότι η θεωρούμενη ελληνική εκδοχή του Διαφωτισμού είχε συχνά διαφορετικούς στόχους από εκείνους του ευρωπαϊκού. Τη στιγμή που οι Διαφωτιστές στη Δύση επεδίωκαν ένα πολιτισμικό άλμα, πέρα από τις κατακτήσεις της Αναγέννησης και ένα κοινωνικό μετασχηματισμό που θα έδινε περισσότερη εξουσία στη μεσαία τάξη, περιορίζοντας τη δεσπόζουσα θέση των ευγενών και του κλήρου, κύριο ζητούμενοστον ελληνόφωνο χώρο ήταν η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου και η απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία αλλά και από τους συνεργάτες της, κοτζαμπάσηδες και ανώτερους κληρικούς.
 
Αυτή η αξιοποίηση στην ιστοριογραφία ιστορικά κατοχυρωμένων ονομασιών για διαφορετικές δραστηριότητες και διεργασίες δεν είναι, φυσικά, καινοφανής. Για παλαιότερες ιστορικές περιόδους αξιοποιήθηκαν οι έννοιες «Ουμανισμός» και «Αναγέννηση» για δραστηριότητες που ουσιαστικά αφορούσαν στην αυξημένη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και όχι στην εισαγωγή και καθιέρωση νέων ιδεών ή στην παραγωγή πρωτότυπων καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων. Ίσως, λοιπόν, ο λεγόμενος Νεοελληνικός Διαφωτισμός θα έπρεπε να ονομάζεται Μορφωτική Αναγέννηση των Ελλήνων.
 
Οι πρώτες ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού είχαν αρχίσει να διαδίδονται στις βαλκανικές χώρες ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά στα γραπτά εμφανίζονται στο δεύτερο μισό αυτού του αιώνα. Ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806) αναφέρεται στα έργα του περί το τέλος της δεκαετίας του 1760 στον Βολτέρο (Francois Marie Arouet-Voltaire, 1694-1778). Στη Λογική του Βούλγαρι που γράφτηκε το έτος 1766 υπάρχουν κολακευτικές αναφορές στο μεγάλο Γάλλο φιλόσοφο και ιστοριογράφο του Διαφωτισμού. Επίσης το 1766 μεταφράζει ο Βούλγαρις το έργο Μέμνων και το έτος 1768 το δοκίμιο του Βολτέρου Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας. Αυτό το δοκίμιο εκδόθηκε μάλιστα σε δίγλωσση, ελληνο-γαλλική μορφή και εμπλουτίστηκε με αναλυτικό κριτικό σχολιασμό και επεξηγήσεις του Βούλγαρι. 

Ο Βούλγαρις παίρνει μέρος με το Σχεδίασμα περί Ανεξιθρησκείας στον προβληματισμό σχετικά με τη θρησκευτική ανοχή που ήταν σημαντικό θέμα στις συζητήσεις της ευρωπαϊκής διανόησης εκείνης της εποχής. Ενώ όμως ο Βολτέρος αμφισβητούσε στα σχετικά έργα του κάθε δογματικό φανατισμό και αναδείκνυε την υπεροχή της φυσικής θρησκείας, ο Βούλγαρις προβάλλει στο «Σχεδίασμά» του την ελεύθερη θρησκευτική συνείδηση ως χριστιανικό προνόμιο (‘Αννα Ταμπάκη στο «Βολτέρος, Ο εμπνευστής μιας επανάστασης, τ.18, Ιαν. 2006» ένθετο “Ελευθεροτυπίας” οι «Οι πρωτοπόροι»).

Στην «Αλληλογραφία» του Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833) εκφράζονται αισθήματα ευγνωμοσύνης για τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, οι οποίοι θεωρούσαν την οθωμανική δεσποτεία στίγμα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και έβλεπαν ευνοϊκά τη συγκρότηση ενός ελληνικού κράτους. Ο ίδιος ο Κοραής είναι από το 1788 στο Παρίσι αυτόπτης μάρτυρας της κατάργησης των προνομίων της καθολικής Εκκλησίας στη Γαλλία. Αυτή η εξέλιξη κατατρομοκράτησε τον εκκλησιαστικό μηχανισμό στην Ανατολή, ο οποίος εξαρτούσε πλέον την επιβίωσή του από τη μακροημέρευση του οθωμανικού κράτους. Έτσι εξηγούνται η σφοδρή αντίδραση των ανώτερων κληρικών της ορθόδοξης Εκκλησίας και οι διώξεις κατά των οπαδών του Διαφωτισμού.
 
Σε πατριαρχική εγκύκλιο του έτους 1793 περικλείεται στο όνομα του Βολτέρου, ο οποίος είχε ήδη πεθάνει και ταφεί τελικά στο Πάνθεον με μεγάλες τιμές, το σύνολο των «πονηρών και μισάνθρωπων δαιμόνων», των διαφωτιστών φιλοσόφων. Αυτή τη διαστροφή των εννοιών καταγράφει και ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793), ο οποίος στο δοκίμιό του «Περί Θεοκρατίας» (1793) υπερασπίζεται τις ιδέες του Διαφωτισμού, εκθειάζοντας τον Βολτέρο και τον Ρουσό και υπογραμμίζοντας ότι οι θρησκόληπτοι σκοταδιστές «ποτέ δεν αξιώθηκαν ούτε καν να διαβάσουν τα συγγράμματα των φιλοσόφων». Με την έναρξη του 19ου αιώνα, ένα πλήθος Ελλήνων λογίων αναφέρεται, με προεξάρχοντα τον Κοραή, με σεβασμό και θαυμασμό στους Ευρωπαίους φιλοσόφους (Φιλιππίδης, Βάμβας, Βαρδαλάχος, Οικονόμος, Γουλέλης κ.ά.) Στην «Ελληνική Νομαρχία» επαναφέρει ο Ανώνυμος Έλληνας (μάλλον ο Κοραής) το σκεπτικό του Βολτέρου για την παρακμή των Ελλήνων και τα αίτιά της (Άννα Ταμπάκη).
 
Συνέπεια της ανανεωτικής δραστηριότητας αυτών και άλλων φωτισμένων δασκάλων αυτής της εποχής ήταν να προκαλείται η αντίδραση, όχι των Οθωμανών αλλά του ορθόδοξου εκκλησιαστικού μηχανισμού, ο οποίος έβλεπε να χάνει τον έλεγχο στον εκπαιδευτικό τομέα και τη δυνατότητα χειραγώγησης του πληθυσμού. Τους Οθωμανούς δεν τους ενδιέφεραν οι ιδέες και οι απόψεις των μη μωαμεθανών υποδούλων – φτάνει να πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Οι συνεργαζόμενοι σε πνεύμα συναλληλίας με τους Οθωμανούς ανώτεροι κληρικοί προσπαθούσαν όμως να ελέγξουν το είδος και το εύρος των γνώσεων, απαγορεύοντας τις διδασκαλίες του Κοπέρνικου, του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου. Γράφει ο Νεόφυτος Βάμβας (1770-1855): «Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη (=Σουλτάνος) ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Ελλάδα. Οι πραγματικοί εχθροί σ’ αυτήν την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας. Κι αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού τού πανίσχυρου κλήρου (=Πατριαρχείο) πού αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα τού ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν από τους Τούρκους» (Ιστορία Ελλ. Έθνους).
 

Η τουρκοκρατία, μέρος V

Ο Νεοελληνικός «Διαφωτισμός» β’

Οι φυσικές επιστήμες, γύρω στα 1780, διδάσκονταν στις παρίστριες ηγεμονίες όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και πειραματικά. Νέα μέθοδος που εισήχθη στην εκπαίδευση ήταν η «αλληλοδιδακτική», η οποία επέτρεπε τη συγκέντρωση μεγαλύτερου αριθμού μαθητών στον ίδιο διδακτικό χώρο, κάτω από την επίβλεψη ενός μόνο δασκάλου. Πρόκειται για τη «Λανγκαστεριανή» μέθοδο, που συστηματοποιήθηκε στην Αγγλία από τους A. Bell και J. Lancaster στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο κύριος εισηγητής της στον ελληνικό χώρο, Γεώργιος Κλεόβουλος (1785-1828) και οι υποστηρικτές της μεθόδου τόνιζαν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν περισσότερα παιδιά με λιγότερα μέσα, υπογραμμίζοντας το μαζικό της χαρακτήρα. Αλλά κι αυτές οι προσπάθειες που αφορούσαν την οργάνωση και όχι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης συνάντησαν, όπως σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, την αντίθεση του εκκλησιαστικού μηχανισμού, καθώς το πατριαρχείο απαγόρευσε την εφαρμογή της στα σχολεία της Κων/πολης. (Βουλή των Ελλήνων: Πολιτισμός & Παιδεία)
 
Σχεδόν όλοι οι ανώτεροι κληρικοί της προεπαναστατικής εποχής δυσφορούσαν που πήραν τα πράγματα τέτοια τροπή και άρχισε να χάνει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός τον έλεγχο στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, αφού αρχικός προορισμός των σχολείων που δημιουργούσε ή στήριζε η Εκκλησία ήταν να εκπαιδεύουν κληρικούς, όπως προαναφέρθηκε. Οι εξελίξεις ήταν, βέβαια, τόσο ραγδαίες ώστε ανέτρεψαν κάθε δυνατότητα ελέγχου, ιδίως μακριά από την Κων/πολη και τις έδρες των επισκόπων. Το πατριαρχείο εξέδιδε αφορισμούς σε βάρος των ανανεωτών, συχνά καίγονταν δε τα βιβλία τους, επειδή προέβαλαν με αυτά τις ιδέες του Καρτέσιου, του Λοκ, του Λάιμπνιτς, του Βολταίρου και άλλων επιφανών εκπροσώπων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η λυσσαλέα αυτή αντίδραση στη διάδοση του Ορθολογισμού είχε και έχει εξήγηση: και οι τέσσερις ορθόδοξοι πατριάρχες διέθεταν έναντι αντίτιμου, ήδη από το 15ο αιώνα, συγχωροχάρτια (βλέπε προηγούμενα) και μαγικές «ιαματικές σκόνες» (Οι περιηγήσεις του Σουασέλ Γκουφιέ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ της Ελευθεροτυπίας). Η έλευση των ορθολογικών ιδεών θα μείωνε μέχρι μηδενισμού τέτοιες δυνατότητες πλουτισμού των μελών του εκκλησιαστικού μηχανισμού. 

Την ίδια περίπου εποχή περιγράφει επιφανής Ευρωπαίος περιηγητής τα μέλη του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον ελληνόφωνο χώρο ως μία σπείρα που συμμετέχει σε εγκλήματα και πλουτίζει! Γράφει ο Choiseul Gouffier (1752-1817), φιλέλληνας περιηγητής και πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κων/πολη στο βιβλίο του «Voyage Pittoresque de la Grece»: «Όλη η Ελλάδα είναι γεμάτη από μοναχούς, από τους οποίους σχεδόν κανένας δεν γνωρίζει ανάγνωση … Έχουν καθυποτάξει τη μωροπιστία των συμπολιτών τους και τους εξουσιάζουν όπως εκείνοι θέλουν, συχνά όντας συνένοχοι στα εγκλήματα του λαού, τα μοιράζονται μαζί του και επωφελούνται από τα κέρδη … Δεν υπάρχουν πειρατές που να μην έχουν μαζί τους ένα καλόγερο ή ένα παπά, προκειμένου να τους συγχωρήσει τα κρίματά τους τη στιγμή που τα διαπράττουν.» (Οι περιηγήσεις του Σουασέλ Γκουφιέ).

 
Φυσικά, ουδέποτε ενοχλήθηκε ο εκκλησιαστικός μηχανισμός από αυτή την πρακτική πλουτισμού των αλφαβητισμένων πατριαρχών και των αναλφάβητων κληρικών και μοναχών του. Αργότερα, όταν δεν ήταν πια δυνατόν να συγκρατηθεί η διάδοση της παιδείας, επιβιβάστηκε και η Εκκλησία στο νέο όχημα του εθνικού κράτους και του πολιτισμού και άρχισε να διαδίδει φανταστικές ιστορίες περί κρυφών σχολείων – τα οποία κρυφά σχολεία, αν και δεν προκύπτουν από ιστορικά στοιχεία, λογικό είναι να τα οργάνωναν σε ώρα ανάγκης μέσα στην εκτεταμένη αυτοκρατορία κάποιοι μεμονωμένοι, γραμματιζούμενοι κληρικοί, γραφιάδες, έμποροι ή βιοτέχνες.
 
Το 1798, έντεκα χρόνια μετά την έκρηξη της γαλλικής επανάστασης, όταν στην Πελοπόννησο είχε απογοητευτεί ο κόσμος με την κατάληξη των «Ορλωφικών» και τοποθετούσαν στο εικονοστάσι απεικονίσεις του Ναπολέοντα, μαζί με εικόνες των αγίων, κυκλοφόρησε από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων ποιμαντική εγκύκλιος του πατριάρχη Άνθιμου με τίτλο «Πατρική διδασκαλία για τους πιστούς και εκλεκτούς ορθοδόξους χριστιανούς», στην οποία παρέχονταν στους υποδουλωμένους Έλληνες εκκλησιαστικές οδηγίες για οπισθοχώρηση στο Μεσαίωνα: «Αδελφοί… κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας… που είναι εναντίαι εις τα ρητά της θείας γραφής και των αγίων αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνον εις τα επιεικείς αλλά και τας σκολιάς, δια να έχωμεν θλίψιν εις αυτόν τον κόσμον και να παραστήσωμεν καθαράς τω Χριστώ τας αισθήσεις ημών… Παντού το φαντασιώδες αυτό της ελευθερίας σύστημα του πονηρού επροξένησε πτωχείαν, φόνους, ζημίας, αρπαγάς, ασέβειαν τελείαν και ανωφελή μεταμέλειαν … Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν» – εννοεί φυσικά υποταγή στην οθωμανική διοίκηση, με στόχο την μακροημέρευσή της. Τον συγκεκριμένο Άνθιμο, ο οποίος ήταν δραστήριος πωλητής συγχωροχαρτιών, ονόμασε ο Αδαμάντιος Κοραής με κάποια αφορμή: «‘Ασπονδο εχθρό των Γραικών, φίλο πιστό των Oθωμανών». Στη συγκεκριμένη «Πατρική διδασκαλία» απάντησε δε ο Κοραής με κείμενό του που είχε τίτλο «Αδελφική διδασκαλία».
 
Η μοίρα των πρωτοπόρων του νεοελληνικού διαφωτισμού δείχνει την αντιμετώπιση που είχαν από την «εθναρχούσα εκκλησία» (Ν. Δήμου: Διακόσια πενήντα χρόνια αναμονή – μία εξομολόγηση):
 
  • ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1650/60-1736), ο πρύτανης των Ελλήνων διαφωτιστών, καταδικάστηκε το 1721 για τις φιλοσοφικές απόψεις του από το πατριαρχείο και υποχρεώθηκε το έτος 1725 σε δημόσια καύση των χειρογράφων του,
  • ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806) αυτοεξορίστηκε στη Ρωσία,
  • ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725/1730- ~1800) εδιώχθη,
  • Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793) αφορίζεται το 1793 μετα την έκδοση του έργου του «Περί Φιλοσόφου, Φιλοσοφίας, Φυσικών».
  • ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807) αναγκάζεται να απαρνηθεί τη δημοτική γλώσσα,
  • ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798) εισέπραξε το επίσημο πατριαρχικό ανάθεμα και
  • ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) δέχεται ακόμα και σήμερα υβριστικές επιθέσεις από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό.
 
Βέβαια, ούτε οι ξένοι νεωτεριστές γλίτωναν από τη μανία του ελληνικού εκκλησιαστικού μηχανισμού! Για παράδειγμα, το έτος 1776 «καταδικάστηκε» και «αναθεματίστηκε» πανηγυρικά από τον πατριάρχη Κων/πόλεως, Σοφρώνιο Β’, ο Βολταίρος και το ίδιο επαναλήφθηκε το έτος 1793 από τον πατριάρχη Νεόφυτο Ζ’, δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου διανοητή!
 
Το έτος 1819 εξέδωσε το οικουμενικό πατριαρχείο «πατριαρχική εγκύκλιο» για την ανάσχεση της διάδοσης των φυσικομαθηματικών επιστημών με τίτλο «Περί της σημερινής κατάστασης των κοινών τους γένους μας ελληνομουσείων (=σχολείων)» και συνεκάλεσε πατριαρχική σύνοδο στην Πόλη με στόχο «Την καθαίρεσιν των φιλοσοφικών (=φυσικομαθηματικών) μαθημάτων». Η σύνοδος συνήλθε τον Μάρτιο του έτους 1821, μόλις λίγες ημέρες πριν από την έκρηξη της επαναστάσεως στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα και στην οποία σύνοδο εξεδόθη ένα κατάπτυστο κείμενο κατά των Μαθηματικών, της Φυσικής και των επιστημών γενικότερα, το οποίο μόνο ένας οπισθοδρομικός και ιδιοτελής εκκλησιαστικός μηχανισμός θα μπορούσε να έχει εκδόσει: «…τίς ωφέλεια προσκολλώμενοι οι νέοι εις τα παραδόσεις αυτάς να μανθάνωσιν αριθμούς και αλγέβρας και κύβους και κυβοκύβους και τρίγωνα και τριγωνοτετράγωνα και λογαρίθμους και συμβολικούς λογισμούς και τας προβαλλομένας ελλείψεις και άτομα και κενά και δίνας και δυνάμεις και έλξεις και βαρύτητας, του φωτός ιδιότητας και βόρεια σέλα και θετινά τινά και ακουστικά και μύρια τοιαύτα και άλλα τερατώδη, ώστε να μετρώσι την άμμον της θαλάσσης και τας σταγόνας του υετού και να κινώσιν την γην, εάν αυτοίς δοθή πη στώσι κατά το του Αρχιμήδους, έπειτα εις τας ομιλίας των βάρβαροι, εις τας γραφάς των σόλοικοι, εις τας θρησκείας των ανίδεοι, εις τα ήθη παράφοροι και διεφθαρμένοι, εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς και άσημοι πατριώται και ανάξιοι της προγονικής κλήσεως….» (Στέλιος Λαμνής: «Οι μαθηματικές επιστήμες στην περίοδο της τουρκοκρατίας»). Αν και περιττεύει κάθε σχολιασμός, θα έπρεπε να υπογραμμιστεί ότι με την φράση επιβλαβείς εις τα πολιτεύματα εννοούν οι πατριάρχες την οθωμανική διοίκηση, η οποία φαίνεται ότι παρενοχλείτο από τις δραστηριότητες των διαφωτιστών-εκπαιδευτικών.
 
Ακόμα και σήμερα στηρίζουν απολογητές της σκοταδιστικής πρακτικής του εκκλησιαστικού μηχανισμού με επιχειρήματα που δείχνουν την αγωνία των παραγόντων του: «Μετά την γαλλικήν όμως επανάστασιν δεν επρόκειτο, αυτοί οι οποίοι μετέβαινον δια σπουδάς εις το εξωτερικόν, να υποστούν την διείσδυσιν, ας είπωμεν, του Παπισμού. Αυτό θα ήτο έλασσον κακόν. Επρόκειτο να ενστερνισθούν, ενδεχομένως, τας περί αθεΐας αρχάς των διαφωτιστών και της γαλλικής επαναστάσεως. Αυτό η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να το ανεχθή.» και: Αιτία των διώξεων ήταν «η επιμονή των να διδάσκουν τας φυσικάς επιστήμας, τα Μαθηματικά, την Φυσικήν, που κατά κάποιον τρόπον ακόμη και σήμερα -όχι πάντα βεβαίως- η μύησις εις τας επιστήμας αυτάς έχει ως αποτέλεσμα την αθεΐαν.» (Γ. Θ. Γιαννόπουλος: Διαφωτισμός Κλασικισμός, Οι εγχώριες αντιφάσεις).
 
Ακριβώς αυτή τη λογική που διατυπώνει ο Γ.Θ. Γιαννόπουλος εκφράζει και το ονομαζόμενο «Πηδάλιο», το βιβλίο που περιέχει όλους τους έγκυρους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γράφει στην εισαγωγή της έκδοσης του έτους 1864 ο αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος: «Εαν επραγματοποιούντο πλήρως τα όνειρα των οπαδών του Διαφωτισμού, οι Ορθόδοξοι λαοί θα εξήρχοντο εκ της θλιβεράς των αμαθείας, θα εισήρχοντο εις τον φωτεινόν δρόμον της προόδου, θα ηγάπων τας επιστήμας και την δύναμιν του ορθού λόγου, θα προέκοπτον κοινωνικώς και οικονομικώς, συγχρόνως όμως θα απεκόπτοντο από τας ρίζας των και αντί της Ορθοδόξου πνευματικότητος, πηγαζούσης εκ της ταπεινώσεως του ανθρώπου ενώπιον της αγάπης του Θεού, θα επεκράτει και εις αυτούς η αλαζονική αυτοπεποίθησις της ανθρωπίνης διανοίας». 
 
Με αυτό το σκεπτικό απερρίφθησαν λοιπόν η πρόοδος, οι επιστήμες, ο ορθός λόγος, η κοινωνική και οικονομική προκοπή και επελέγη η «θλιβερά αμάθεια» και η συνεργασία με τους Οθωμανούς για να μην χάσει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός τον έλεγχο του ποιμνίου και την χωρίς κόπους είσπραξη εσόδων.
 
Οι συνεχιστές των πρωτοπόρων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αυτοί που με τον αγώνα τους διαφύλαξαν τον Ελληνισμό από τον κίνδυνο να βρίσκεται σήμερα στο πνευματικό επίπεδο των θρησκόληπτων ισλαμιστών, είχαν στο επίσημο ελληνικό κράτος και πάλι υπό την καθοδήγηση του εκκλησιαστικού μηχανισμού, την τύχη του διωκόμενου: Ο Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), θεολόγος, ιερωμένος και φιλόσοφος, υπέστη διώξεις από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό και τα πολιτικά δικαστήρια, επειδή διαμόρφωσε το θρησκευτικό σύστημα της θεοσέβειας. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση και πέθανε λίγες μέρες μετά.
 
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904), λογοτέχνης, κριτικός και δημοσιογράφος, έγραψε αφηγηματικά έργα με δηκτικά σχόλια για τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να αφοριστεί για εκφοβισμό και παραδειγματισμό! Παρομοίως αφορίστηκε αλλά και φυλακίστηκε ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1902), σατιρικός ποιητής και πεζογράφος, ο οποίος έγραψε χλευαστικά σχόλια για τη ζωή και τα μυθεύματα που διέδιδαν (και διαδίδουν) οι κληρικοί!
 
 

Η τουρκοκρατία, μέρος VI

Ο φόβος των απελευθερωτικών κινημάτων

Στα τέλη του 18ου αιώνα θορυβούνται οι εκκλησιαστικοί κύκλοι από τις ζυμώσεις και ανακατατάξεις στη δυτική Ευρώπη με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, οι οποίες απειλούσαν και τη δική τους θέση εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε πατριαρχική εγκύκλιο του έτους 1793 κατά των απελευθερωτικών κινημάτων συμπεριλαμβάνεται στο όνομα του Βολτέρου το σύνολο των «πονηρών και μισάνθρωπων δαιμόνων», των διαφωτιστών φιλοσόφων. Οι δωσίλογοι θεομπαίχτες που στήριζαν το φεουδαρχισμό και την οθωμανική δεσποτεία, κατηγορούσαν τους απελευθερωτές ως δαίμονες!
 
Με εγκύκλιο του στους Επτανήσιους (1797) συνιστά ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (1746-1821), ο οποίος ακολουθεί πιστά τις μεταπτώσεις και τους προσανατολισμούς της οθωμανικής πολιτικής, να μην πιστεύουν στις απατηλές υποσχέσεις των δημοκρατικών Γάλλων. Μάλιστα, με «αξίωση» του Γρηγορίου, όπως αναφέρεται στην αγιολογία του Αθανάσιου Πάριου, εκδόθηκε το έτος 1798 σύγραμμα του τελευταίου με τίτλο «Χριστιανική απολογία», με την οποία υμνείται το οθωμανικό καθεστώς και κακολογούνται με απίστευτα επιχειρήματα ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση. Αργότερα συμπαρίσταται ο Γρηγόριος στους Οθωμανούς εναντίον των Άγγλων και δείχνει την υπότουρκη νομιμοφροσύνη του με μια εγκύκλιο κατά των Ρώσων. Κατά την επανάσταση (1821) επανέρχεται και καταδικάζει το κίνημα του Υψηλάντη (βλέπε επόμενα).
 
Το 1798, σχεδόν μια δεκαετία μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, κυκλοφόρησε από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων ποιμαντική εγκύκλιος του πατριάρχη Άνθιμου με τίτλο «Πατρική διδασκαλία για τους πιστούς και εκλεκτούς ορθοδόξους χριστιανούς», η οποία λέγεται ότι αποτελεί επίσης σύγγραμμα του Αθανάσιου Πάριου και στην οποία περιέχονταν πατριαρχικές υποδείξεις υποτέλειας προς τους υποδουλωμένους Έλληνες: «Αδελφοί… κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας… που είναι εναντίαι εις τα ρητά της θείας γραφής και των αγίων αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνον εις τα επιεικείς αλλά και τας σκολιάς, δια να έχωμεν θλίψιν εις αυτόν τον κόσμον και να παραστήσωμεν καθαράς τω Χριστώ τας αισθήσεις ημών… Παντού το φαντασιώδες αυτό της ελευθερίας σύστημα του πονηρού επροξένησε πτωχείαν, φόνους, ζημίας, αρπαγάς, ασέβειαν τελείαν και ανωφελή μεταμέλειαν … Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν» – εννοεί φυσικά την οθωμανική διοίκηση, με στόχο την μακροημέρευσή της (Χρήστος Σαρτζετάκης: «Η εκκλησιαστική διαμάχη») Ο συγκεκριμένος Άνθιμος είχε εκδώσει και διέθετε σε κάθε ενδιαφερόμενο ορθόδοξα συγχωροχάρτια, ήδη από το έτος 1789, τη χρονιά που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση (Φίλιππος Ηλιού).
 
Το ίδιο έτος, 1798, εφιστά ο προαναφερθείς Γρηγόριος Ε’, εγγυητής της μονίμου υποταγής των ραγιάδων στους Οθωμανούς, με εγκύκλιό του προς τους αρχιερείς την προσοχή τους για τον «κίνδυνο» από την κυκλοφορία του «Συντάγματος του Ρήγα»: «Διά της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής επιστολής δηλοποιούμεν τή αρχιερωσύνη σου, ότι συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν ρωμαϊκήν, επιγραφόμενον “νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης των μικρών εν τή μεσογείω νήσων και της Βλαχομπογ-δανίας” και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους. και διά τούτο γράφομεν τή αρχιερωσύνη σου να επαναγρυπνής, εις όλα τα μέρη της επαρχίας σου με ακριβείς ερεύνας και εξετάσεις, όταν εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα, ως άνωθεν, εις τύπον ή χειρόγραφον, να συνάξης πάντα τα διασπειρόμενα, και να τα εξαποστέλλης εις ημάς εν τάχει, μή επιμένων τα πλείονα, αλλ’ αμέσως όσα άν εμπίπτωσι κατά μικρόν να εξαποστέλλης. και πρόσεχε, αδελφέ, ινα μη φανής παραμελών εις την τοιαύτην ποιμαντικήν και άγρυπνόν σου ταύτην αρχιερατικήν επιστασίαν, και εκ της επαρχίας σου εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα διασπειρόμενον και δεν το φανερώσης πρός ημάς και εξαποστείλης τα τοιαύτα, αλλά δι’ άλλου τινός ή σταλθή ενταύθα ή ακουσθή, ότι αποδεικνύεις σεαυτόν ανίκανον, και του ποιμαντικού χρέους ελλειπέστατον και αγρήγορον, και εκ τούτου υποπίπτεις εις ανυποληψίαν και ποινήν παρά Θεού και της εκκλησίας εξ αποφάσεως. Οθεν εντελλόμεθά σοι σφοδρώς να εγρηγορής όλαις δυνάμεσιν, εν πάσι τοίς μέρεσι της επαρχίας σου, και κώμαις και χωρίοις παραλίοις και μεσογείοις, να μήν παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τώ χριστιανικώ εμπιστευθέντι σοι λαώ, όπερ να μήν εμφανισθή πρώτον τή αρχιερωσύνη σου, ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοίς δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον.» («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ια’). Μερικά χρόνια αργότερα, στην περίοδο της δεύτερης πατριαρχίας του (1806-1808) έθεσε ο ίδιος Γρηγόριος σε κυκλοφορία τα πρώτα έντυπα ορθόδοξα συγχωροχάρτια της Κων/πόλεως, αξιοποιώντας το πατριαρχικό τυπογραφείο (Φίλιππος Ηλιού).
 
Αλλά και εκτός του κύκλου των ανώτερων ιερωμένων επικρατούσε σε καιρούς οθωμανικής κυριαρχίας το μεσαιωνικό πνεύμα. Ο Αναστάσιος Γόρδιος (1654-1729), ένας διανοούμενος της ορθόδοξης εκκλησίας, σταθερά προσανατολισμένος στη μισαλλοδοξία του παρελθόντος, έγραφε στα τέλη του 17ουαιώνα, με την οθωμανική αυτοκρατορία στο απόγειο της δύναμής της: «Κάλλιο να τυραννούνται σωματικώς (=αναφέρεται στους Έλληνες) και να πιστεύουν εις Χριστόν, παρά να εύρουν άνεσιν σωματικήν (εννοεί όντας ελεύθεροι) και να πιστεύουν εις τον Αντίχριστον Πάπαν»!
 
Ο δε Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) εκλαΐκευε με αφέλεια τις φιλότουρκες απόψεις, παγιδευμένος στη θρησκοληψία: «Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα (=δυτικά κράτη) εδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, ενώ ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Χρήματα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…» Άρα ο «Τούρκος» δεν ήταν κατακτητής αλλά υποτακτικός, φύλακας του «Έλληνα» και μάλιστα με θεϊκή μεθόδευση! 
 
Με τον πάπα και τη δυτική επιρροή ως έμμονη ιδέα και εφιάλτη της καθημερινότητας των θρησκόληπτων, οδηγήθηκαν οι λαοί της Ρωμανίας και μαζί τους ο ελληνικός, από το βυζαντινό Μεσαίωνα στην υποδούλωση και παρέμειναν στην πνευματική υποτέλεια για 400-500 χρόνια. Σημαντικό και μακράς εμβέλειας αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν, στα πλαίσια της αλληλεπιδράσεως δύο πολιτισμικών παραδόσεων που βρίσκονται σε αναγκαστική συμβίωση, η σταδιακή αναβάθμιση των τούρκικων πληθυσμών και η υποβάθμιση, ο εκτουρκισμός της νοοτροπίας, των εθίμων και του πολιτισμού του Ελληνισμού.
 
Άλλη συνέπεια με επίσης μακροπρόθεσμες πολιτιστικές επιπτώσεις ήταν η απουσία για όλο αυτό το χρονικό διάστημα επιστημονικής, τεχνολογικής και καλλιτεχνικής παραγωγής στο χώρο της τέως ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο)! 
 
Στα τέλη του 18ου αιώνα περιγράφει επιφανής Ευρωπαίος περιηγητής τα μέλη του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον ελληνόφωνο χώρο ως μία σπείρα αναλφάβητων που συμμετέχει σε εγκλήματα και πλουτίζει! Γράφει ο Choiseul Gouffier (1752-1817), φιλέλληνας περιηγητής και πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κων/πολη στο βιβλίο του «Voyage Pittoresque de la Grece»: «Όλη η Ελλάδα είναι γεμάτη από μοναχούς, από τους οποίους σχεδόν κανένας δεν γνωρίζει ανάγνωση… Έχουν καθυποτάξει τη μωροπιστία των συμπολιτών τους και τους εξουσιάζουν όπως εκείνοι θέλουν, συχνά όντας συνένοχοι στα εγκλήματα του λαού, τα μοιράζονται μαζί του και επωφελούνται από τα κέρδη … Δεν υπάρχουν πειρατές που να μην έχουν μαζί τους ένα καλόγερο ή ένα παπά, προκειμένου να τους συγχωρήσει τα κρίματά τους τη στιγμή που τα διαπράττουν.»
 
Επίσης: «Ανεβήκαμε στο μοναστήρι (της Πάτμου). Εκεί με υποδέχτηκε ο ηγούμενος… Ζήτησα να μου δώσει επεξηγήσεις σχετικά με κάποια χειρόγραφα… Γεμάτος αλαζονεία μου απάντησε ότι δεν ήξερε να διαβάζει…» Ακόμα: «Οι Έλληνες ιερείς δεν παραλείπουν να πουλούν το φάρμακο αυτό (χώμα που καταπολεμά χιλιάδες αθένειες και είναι θαυματουργό απέναντι στο πονηρό πνεύμα), όπως ακριβώς κάνουν με την άφεση αμαρτιών…» (Οι περιηγήσεις του Σουασέλ Γκουφιέ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ της Ελευθεροτυπίας). Οι κληρικοί και μοναχοί που προβάλλονται σήμερα (και ίσως υπήρξαν κάποτε) ως αντιγραφείς, φύλακες και διασώστες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κατέληξαν μαζί με το λαό στο έσχατο σκαλοπάτι του αναλφαβητισμού και εμπορεύονταν την άφεση αμαρτιών – οι πατριάρχες με ορθόδοξα συγχωροχάρτια και οι καλόγεροι με θαυματουργές σκόνες …
 
Στην «Ελληνικήν Νομαρχίαν» (1806) του Ανωνύμου του Έλληνος περιγράφεται η κατάσταση μορφωτικής και πευματικής υποβάθμισης ως εξής: «Αι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν».
 
Όταν πύκνωναν τα σύννεφα των εξελίξεων στη Βαλκανική που ξέσπασαν, τη δεκαετία του 1810 με τη σέρβικη και τη δεκαετία του 1820 με την ελληνική επανάσταση, το οικουμενικό πατριαρχείο Κων/πόλεως «βομβάρδιζε» τους ορθόδοξους πιστούς με εγκυκλίους, με τις οποίες τους ζητούσε να αποκηρύξουν κάθε επαναστατική δραστηριότητα και τους προέτρεπε, εάν τυχόν είχαν εξεγερθεί, να καταθέσουν τα όπλα και να δηλώσουν πλήρη υποταγή και ευπείθεια εις την «θεόθεν (=από θεού) βασιλείαν» του σουλτάνου, διότι «πας ο αντιτασσόμενος αυτή τη θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένη κραταιά Βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν» (=όποιος αντιστέκεται σ’ αυτή την ισχυρή βασιλεία που ορίστηκε πάνω μας από το θεό, αντιστέκεται στη διαταγή του θεού)!
 
Εγκύκλιοι με τέτοιο περιεχόμενο απέστειλαν τρεις ο πατριάρχης Προκόπιος Α’ του Ριζομάντου (στα έτη 1787, 1788 και μία αχρονολόγητος), τρεις ο πατριάρχης Νεόφυτος Ζ’ (στα έτη 1789 και 1799) και μία ο Πατριάρχης Καλλίνικος Δ’ το έτος 1801. Να σημειωθεί δε ότι παρόμοια περί υποταγής στο σουλτάνο εγκύκλιο είχαν απευθύνει οι δύο τελευταίοι προ της επαναστάσεως του 1821 πατριάρχες Ιερεμίας Δ’ και Κύριλλος ΣΤ’, αμέσως μετά την άνοδό στους στον πατριαρχικό θρόνο (Χρήστος Σαρτζετάκης) Μάλιστα, η τελευταία από αυτές τις εγκυκλίους αποτέλεσε αφορμή για να ξεσηκώσει ο μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος το θρησκόληπτο όχλο της πόλης με στόχο την κατάργηση του Φιλολογικού Γυμνασίου, στο οποίο διδάσκονταν «ιδέες του Διαφωτισμού».
 
Αν θεωρηθεί αυτό χρήσιμο, καταγράφουμε εδώ το κείμενο του όρκου που διάβαζαν και υπέγραφαν οι πατριάρχες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως προκύπτει από επιστολή του πατριάρχη Διονύσιου το έτος 1663, ως εξής: «Ομολογώ δια της παρούσης μου εγγραφής, ίνα φυλάττω προς σε τον κραταιόν αυτοκράτορα βασιλέα (=εννοεί τον σουλτάνο), καθαράν πίστιν και εύνοιαν και θα χρεωστώ τούτο από φυσικού και νομίμου χρέους και ίνα υπάρχω εις τον ορισμόν και εις το θέλημα και εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου και κατά παντός ανθρώπου εναντιουμένω τω παρόντι όρκω.» και στη συνέχεια συμβουλεύει τον αποδέκτη της επιστολής και «εις την βασίλισσαν και εις τα βασιλίδια (=πρίγκιπες) αυτών τον όρκον απευθύνει» (Καλλ. Δελικανή: «… Τα σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου…», Κων/πολη 1904). Επειδή δε οι σουλτάνοι είχαν χαρέμια και, προφανώς, καθένας εξ αυτών πάμπολλα παιδιά, ο χριστιανός πατριάρχης ορκιζόταν υποταγή με το προαναφερθέν αναξιοπρεπές κείμενο σε ένα απροσδιόριστο πλήθος προσώπων της Αυλής του σουλτάνου.
 
 

Η τουρκοκρατία, μέρος VII

Τελευταίες φιλότουρκες εκδηλώσεις

Πέρα από τις εγκυκλίους, ο οικουμενικός πατριάρχης Καλλίνικος Ε’ αφόρισε το έτος 1805 εκείνους που συμμετείχαν στην Ελλάδα σε σώματα κλεφτών και αρματολών. Το 1821 αφόρισε ο οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες της Μολδοβλαχίας. Μεταγενέστεροι παράγοντες δικαιολογούν αυτή την ενέργεια του Γρηγορίου με κάποια επικείμενη «σφαγή» των Ελλήνων της Κων/πολης η οποία, δήθεν, απετράπη τελικά με την έκδοση του αφορισμού! Αυτή είναι βέβαια μια περίεργη δικαιολογία, δεδομένου ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν κράτος δικαίου, ώστε να δεσμεύεται ο σουλτάνος από οποιεσδήποτε προφορικές ή γραπτές βεβαιώσεις, αν υπήρξαν αυτές, περί μη σφαγής. Αλλά και παρά τους αφορισμούς των επαναστατημένων, δολοφονήθηκε ο Γρηγόριος και έγιναν, με κάθε αφορμή, σφαγές και λεηλασίες στην Πόλη, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες και αλλού. Άρα, δεν εξυπηρέτησαν σε τίποτα οι αφορισμοί, πέρα από την ηττοπάθεια που προκάλεσαν στο λαό και την επιβεβαίωση υποταγής του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην οθωμανική εξουσία. 
 
Κατά μία άλλη εκδοχή «… o Αλή Πασάς (Μπενδερλή) … διέταξε και κρέμασαν εν τη μεσαία του Πατριαρχείου Πύλη τον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε’ … μάλλον προς αντεκδίκησιν, διότι οι Έλληνες συλλάβοντες τον Μολλάν της Μέκκας, δια θαλάσσης επανερχόμενον εν πλήρει των γεγονότων αγνοία εις Κωνσταντινούπολιν εξ Αλεξανδρείας, τον φόνευσαν σκληρότατα μεθ’ όλης του της οικογενείας» (Σκαρλάτος Βυζάντιος: «Κωνσταντινούπολις», τόμος β’, σελίς 490, 1862). Ανεξάρτητα από τα πραγματικά αίτια για τη δολοφονία του πατριάρχη, λογικότερη ερμηνεία του «αφορισμού της επανάστασης» εκ μέρους του εκκλησιαστικού ιερατείου είναι λοιπόν ότι οι αντιοθωμανικές κινήσεις στο βαλκανικό χώρο ενοχλούσαν το «βολεμένο» με την τουρκοκρατία εκκλησιαστικό μηχανισμό ο οποίος, ακόμα και μέχρι των ημερών μας, αναφέρεται συχνά σε πατριαρχικό επίπεδο στην προεπαναστατική «ειρηνική συμβίωση των δυνάμεων του Γένους» υπό τον σουλτάνο. Και δεν πρέπει να παραβλέπεται ποτέ ότι, είτε ίσχυε η «ειρηνική συμβίωση» είτε η (εκ των υστέρων καταγγελλόμενη) καταπίεση, αυτά ήταν συνέπεια συνειδητής δωσιλογικής επιλογής των εκκλησιαστικών παραγόντων του 15ου αιώνα (Σχολάριος κ.ά., βλέπε προηγούμενα). 


Ο οικουμενικός πατριάρχης Ευγένιος Β’, διάδοχος του Γρηγορίου Ε’, «σχεδόν αγράμματος, αλλά τολμηρός και θρασύς εις το λέγειν», όπως τον χαρακτηρίζουν οι Ιστορικοί, είχε κατηγορηθεί και ως καταδότης των επαναστατών στους Τούρκους. Με πολλές εγκυκλίους του στην εποχή από Αύγουστο 1821 έως και Ιανουάριο 1822, καλεί τους επαναστατημένους Έλληνες να μετανοήσουν και να δηλώσουν υποταγή και ευπείθεια στο σουλτάνο: «Μεγάλαι ήσαν αι εύνοιαι (…) και το έθνος υμών αντικείμενον της πατρικής μερίμνης του Σουλτάνου, όφειλε να ευλογή τον μονάρχην, όστις κυβερνά τον λαόν αυτού καθ’ υπόδειγμα της θείας ευσπλαχνίας (…) Αλλά φευ αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί μέγα μέρος των Ελλήνων, παριδόντες το καθήκον της ευγνωμοσύνης, ετόλμησαν να φέρωσιν όπλα εναντίον του γαληνοτάτου και κραταιοτάτου ημών ηγεμόνος». Για όσους δε δεν «μετανοήσουν» εκτοξεύει ο συγκεκριμένος πατριάρχης απειλές κατά της ζωής, της περιουσίας, της οικογένειας και της πατρίδας τους και, πέρα από αυτά, κυρώσεις χωρίς έλεος, που θα τους επιβάλει ο Οθωμανός κυρίαρχος, ενώ «θα τους τιμωρήσει αμείλικτα και ο θεός» (Δημ. Σοφιανού «Εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη …») Προφανώς, το αποκορύφωμα της πολιτικής θεολογίας της Ορθοδοξίας του 19ου αιώνα! 

 
Ακόμα και μετά τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα και τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, έστειλε ο τότε Πατριάρχης Αγαθάγγελος Α’ το Φεβρουάριο 1828 εγκύκλιο, με την οποία καλούσε τους κατοίκους της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους που είχαν απελευθερωθεί, να μετανοήσουν, να δηλώσουν υποταγή στο σουλτάνο και να επανέλθουν υπό τον οθωμανικό ζυγό! Μία πατριαρχική αντιπροσωπεία που ήλθε ειδικά στην Ελλάδα επέδωσε ιδιοχείρως την εγκύκλιο στον πρώτο κυβερνήτη του νεοελληνικού κράτους, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος φυσικά την απέρριψε χωρίς συζήτηση (Χρήστος Σαρτζετάκης).
 
Με όλα αυτά, οι λαοί που κατάφεραν στις αρχές του 19ου αιώνα να αποτινάξουν σε μικρά τμήματα της παλιάς Ρωμανίας τον οθωμανικό ζυγό, είχαν χάσει πια την Αναγέννηση, είχαν χάσει τη θεσμική οικονομική επανάσταση του 17ου αιώνα (δημιουργία κεφαλαιαγορών, χρηματιστηρίων και πολυεθνικών ανωνύμων εταιρειών), δεν γνώρισαν το Διαφωτισμό και τη βιομηχανική επανάσταση και βρίσκονταν το έτος 1830 πολιτισμικά και πνευματικά, χωρίς καταγωγή, παρελθόν και συνέχεια, σε πλήρη μορφωτική ένδεια – κατάληξη μιας αποστολής που εκτέλεσε «επιτυχώς» επί μιάμιση χιλιετία ο εκκλησιαστικός μηχανισμός. Τη χρονιά που ξεκίνησε η λεγόμενη εθνική παλιγγενεσία, δύο Ελληνίδες αδελφές αλληλογραφούσαν ως εξής (από επιστολή που βρίσκεται στο Αρχείο Χατζηγιάννη Μέξη, Ιστορικό Αρχείο Σπετσών): 
 

«Της ενδοξοτάτις και ποληχρονεμενης
εζλι χανουμς
ΑνάπλιΕνδοξοτάτη και πολυχρονεμένη χανούμ αμελέ μου
Ακριβος χερετο και ροτο δια το χαΐρι σου
Χανουμου αμελε μου σουλεγο μεπολιβηα οτι
κατατοπαρον τινηγιαν καλος εχουμε προστινορα
καιμεαλονμουγραμα σουεγραψα
κιαντολαβες ουτεν ηξευβρο
ομοσγραψε μου διατινιγιανσου
ταπαντα σεχερετο
1821 απριλ. 4

Αδελφισου
Αχαμπημπι
Χανουμ γιαερ»

 
Επίσης ενδεικτικές της οπισθοδρόμησης που είχε επιβληθεί στους ελληνικούς πληθυσμούς κατά το βαλκανικό Μεσαίωνα είναι οι αντιδράσεις που προέκυψαν στις πρώτες δεκαετίες του ελεύθερου ελληνικού κράτους κατά διαφόρων «νεωτερισμών» που εισάγονταν από τη Δύση, όπως της πατατοφαγίας (έργο των Αλούτερων = Λουθεριανών!), κατά του εμβολιασμού (βούλα του διαβόλου), κατά των ατμοπλοίων (καρότσες του σατανά), κατά του πανεπιστημίου (διαβολοεπιστήμιο), κατά του δικαστικού συστήματος (γυφτόσπιτα),κατά των Τραπεζών (τους έβαζαν βόμβεςγιατί τους χάλαγαν τις τοκογλυφίες, όπως ο Μακρυγιάννης κ.ά.), τις οποίες αντιδράσεις καθοδηγούσε ο εκκλησιαστικός μηχανισμός ή το πιο οπισθοδρομικό τμήμα του.
 
Το 1830 έγραφε ο Αδαμάντιος Κοραής, τον οποίο μέχρι σήμερα αναθεματίζουν οι παπάδες: «Η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστήθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις χριστιανούς νεκροθάπτας». Αυτή η πολιτισμική υστέρηση έναντι της Ευρώπης των βαλκανικών λαών και ειδικότερα της ελληνικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα επιμελημένης προσπάθειας του εκκλησιαστικού μηχανισμού, συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας και είναι εμφανής σε πάμπολλες εκδηλώσεις.
 
(Stelios Frangopoulos, Στέλιος Φραγκόπουλος)
 
 

 

 

0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x